ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

 

ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗ


(Α΄ Κυριακή των νηστειών)

 

Η ουσία της Ορθοδοξίας

Την Α΄ Κυριακή των Νηστειών, η αγία Εκκλησία μας γιορτάζει την «ναστήλωσιν τν γίων κα σεπτν Εκόνων, γενομένην παρ τν ειμνήστων Ατοκρατόρων Κωνσαντινουπόλεως, Μιχαλ κα τς μητρς ατο Θεοδώρας, π τς Πατριαρχείας το γίου κα μολογητο Μεθοδίου». Οι περισσότεροι ύμνοι της Κυριακής αυτής έχουν πανηγυρικό και πασχάλιο χαρακτήρα. Η νίκη των Ορθοδόξων εναντίον των εικονομάχων και η αναγνώριση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που είχε κανονίσει το θέμα της τιμητικής προσκυνήσεως των Εικόνων, είναι μια ωραία αφορμή και έμπνευση στους ιερούς υμνογράφους, για να συνθέσουν χαρμόσυνους ύμνους, τα «νικητήρια» λεγόμενα τροπάρια. «Οκέτι τν σεβν αρετικν φρς αρεται· γρ Θεο δύναμις, τν ρθοδοξίαν κράτυνε». «μέραν χαρμονικν θεόφρονες, δετε τελέσωμεν· νν Ορανς εφραίνεται κα γ, κα γγέλων τ τάγματα, κα τν βροτν συστήματα, διαφερόντως ορτάζοντα». «μέρα χαρμόσυνος κα εφροσύνης νάπλεως, πεφανέρωται σήμερον». «Νεφέλαι προφητικς, ζωοποιν ξ Ορανο σήμερον δρόσον μν ρανάτωσαν π τ γέρσει τς Πίστεως». Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, πως με τα χαρμόσυνα τροπάρια για την αναστήλωση των Εικόνων και με τη λιτανεία τους γύρω από τους ιερούς Ναούς ή γύρω από τα χωριά -όπως γίνεται σε πολλά μέρη της Ελλάδος- έχουμε μια αισθητοποίηση της νίκης του πνεύματος της Ορθοδοξίας και εναντίον των ασεβών εικονομάχων ειδικά, αλλά και γενικότερα, εναντίον όλων των αιρετικών που λυμαίνονται την εκκλησία του Χριστού. Γι’ αυτό και η Α΄ Κυριακή των Νηστειών είναι πιο γνωστή με το όνομα Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Υπήρχε, βέβαια, μια εποχή όπου μπορούσε να συγχωρεθεί μια πλάνη, γιατί δεν είχε έρθει ο Χριστός ακόμη, κ’ η Αποκάλυψη του Θεού δεν είχε γίνει τόσο καθαρά. Το «μυστήριον τς γίας Τριάδος ταν κόμη συσκιασμένον». Και δεν ήταν φανερωμένο ακόμη, γιατί « κόσμος δν τον (ώριμος) κόμη δι ν βαστάει τόσον μυστήριον. λθεν (όμως) καιρός, τ πλήρωμα το χρόνου, ν φανερώσει Θες τν ρθοδοξίαν τς γίας Τριάδος στν κόσμο. ξαποστέλλει τν Υόν Του τν Μονογεν, νατέλλει τν λιον τς δικαιοσύνης, κα φωτίζει τν Οκουμένην τ φς τς ρθοδοξίας τς γίας Τριάδος. Κα γνωρίζει κόσμος τν Πατέρα, τν Υόν κα τ γιον Πνεμα, τν μίαν φύσιν το Θεο, τν μίαν ρχήν, τν μίαν ξουσίαν. ργάζεται (ο) Χριστς τ σα πραξε κα σα παθε δι τν μετέραν σωτηρίαν. νελήφθη ες τος ορανούς, φήνει τ δόγμα τς θεογνωσίας, κα ξαποστέλλει τος μαθητάς του τσι ν φωτίσουσι τ θνη πάντα, βαπτίζοντες ατούς ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος. κενο τ Εαγγέλιον, πο κούεις πς κα ο σεβες τιμοσι κα σέβονται, κενο μολογε ταύτην τν θεολογίαν τς γίας Τριάδος, τν ποίαν ατο δν δέχονται. τσι, λοιπόν, γεννήθη κακοδοξία περ τν να ληθινν Θεν ες τ γένος τν νθρώπων, τν σκοτισμένων τν νον κα τν διάνοια». (Μ. Πηγά, Χρυσοπηγή, σελ. 362). Κ’ έχουμε έτσι τους Αρείους, τους Μακεδονίους, τους Νεστορίους, τους Διοσκούρους κ’ ένα σωρό άλλους Χριστομάχους, Πνευματομάχους, Θεοτοκομάχους αιρετικούς, που καταδικάστηκαν κι αφορίστηκαν από τις Οικουμενικές Συνόδους. Σήμερα, όμως, που και η θεία Αποκάλυψις με το άγιον Ευαγγέλιο και η ερμηνεία του Ευαγγελίου από την αυθεντία της Ορθοδόξου Εκκλησίας έχουν εξηγήσει τα «συσκιασμένα», κατά την έκφραση του Μελετίου Πηγά, μυστήρια, πού θα ζητήσει να κρυφτεί ο αιρετικός; Μόνο στους «συντετριμμένους» λάκκους, φυσικά, που ανοίγει, για όσους τον ακολουθούν, ο σατανάς.

***

Σήμερα, που η Εκκλησία μας ευφραίνεται και πανηγυρίζει με την αναστήλωση των ιερών Εικόνων, πρέπει ν’ αρχίσουμε ένα νέο πόλεμο κατά των εικονομάχων. Όχι μ’ εκείνους που γκρέμιζαν τις ιερές Εικόνες από τις εκκλησίες και τα εικονοστάσια των σπιτιών μας. Αυτοί πια, με τη δύναμη του Θεού, δεν υπάρχουν. Έχουμε, όμως, άλλους εικονομάχους να πολεμήσουμε, πολύ φοβερότερους από τους πρώτους. Είναι εκείνοι που καταστρέφουν και γκρεμίζουν την εικόνα του Θεού από τον άνθρωπο. «Κατ᾿ εκόνα γάρ, φησίν, μετέραν, κα καθ᾿ μοίωσιν ποιήσομεν νθρωπον: κατ᾿ εκόνα μετέραν, τοτο πο δωκε ν εναι νθρωπος· κα καθ’ μοίωσιν, τοτο πο δωκε ν γένει νθρωπος· εκών, κ γς πλασθεσα, να γένει εκν κ προαιρέσεως, κατ μίμησιν» (Μ. Πηγά, Χρυσοπηγή, σελ. 376). Κι αυτήν την εικόνα του Θεού, που φέρομε όλοι οι άνθρωποι από την «γέννα» μας, την φθείρουμε, τη γκρεμίζουμε και τη νεκρώνουμε «τος πάθεσι κα τας πιθυμίαις». Γι’ αυτούς τους εικονομάχους και τους εικονοκλάστας, ένας εκκλησιαστικός ρήτωρ των τελευταίων αιώνων, θέτει μερικά καυτερά ερωτήματα, που απευθύνονται και σ’ εμάς σήμερα: «Πόση λογιάζετε ν εναι κατάκρισίς μας κα κόλασίς μας, πο σχημίζομεν τν εκόνα το Θεο; πο φθείρομεν τν σω νθρωπον, μ τς πιθυμίες τς πάτης; Δν εναι πιθυμίες πάτης α δικίες, πο κάμνομεν κα α παρανομίες, περηφάνεια, κενοδοξία κα α λλες καταστασίες;… Τί δν βλέπουσι τ μμάτια τοπον, τί δν κούομεν κακόν; ως πότε ποφέρει Θες τόσην μας καταστασίαν, τόσον κακόν, τόσην μαρτίαν; Πότε, πότε ναμένεις ν στρέψεις ες μετάνοιαν; Πότε λπίζεις νά βαλθες ες τν στράταν τς δικαιοσύνης; Κάμε τούτην τν χάριν τς ρθοδοξίας πο μαθες, πο ορτάζεις. Στολίσου πράξες γαθές, κάμε τν ρετν βάσιν τς θεωρίας. νάβηθι ες τν πίγνωσιν το Θεο, κατάβηθι ες τ βάθος τς ταπεινώσεως το Χριστο μέχρι θανάτου. Τοτο σο θέλει γίνει, σάν ποτέ το ακώβ, κλμαξ οράνιος». Μ χώνωμεν, (λοιπόν) μ τς κακές μας πράξεις τν εκόνα το Θεο… μήπως κα ταν λθ καιρς το μυστικο γάμου, κρούοντες κα μες τν θύραν, μς ποκριθε Νυμφίος “οκ οδα μς”, δν σς γνωρίζω, πειδ λλοιωμένην χετε τν εκόνα μου μ τ κακά σας (ργα). λλ ς στρέψωμεν ες μετάνοιαν δι᾿ ξομολογήσεως. ς καθαρίσωμεν τος ρύπους π τες ψυχές μας, δι ν μς γνωρίσει πρωτότυπον κα ρχέτυπόν μας κα ν μς προσκαλέσει, ς γνησίας εκόνας του, ες τν αώνιον βασιλείαν του».

***

Κάθε χρόνο, την Κυριακή της Ορθοδοξίας, θυμόμαστε πως πρέπει η πίστη μας να δυναμώσει, να γίνεται πιο ζωντανή και πιο ορθόδοξη. Πως πρέπει οι τέχνες οι εκκλησιαστικές, αγιογραφία και μουσική, να γίνουν πιο ορθόδοξες – όπως μας τις παρέδωσε το πονεμένο Βυζάντιο. Να γίνει και η Θεολογία μας πιο ορθόδοξη, δίχως τις επιδράσεις των αιρετικών· – ακριβώς τη νίκη της Ορθοδοξίας μας γιορτάζουμε αυτή την Κυριακή εναντίον όλων αυτών των αιρετικών και άλλων, που με τους αιώνες χάθηκαν. Και πρέπει ν’ αναφέρουμε εδώ, πως τελευταία γίνεται στον τόπο μας μια γενναία και παρήγορη στροφή προς τις ορθόδοξες πηγές, και στις τέχνες τις λειτουργικές και στη Θεολογία. Με πολλή χαρά μάλιστα σημειώνουμε, πως πριν κάμποσον καιρό κυκλοφόρησε ένα τέτοιο θεολογικό βιβλίο, πολύτιμο για την Ορθοδοξία. Και είναι πιο πολύ αξιοσημείωτο το γεγονός, που μας υποχρεώνει να μιλήσουμε, γιατί το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο από ένα νέο θεολόγο, σπουδαγμένο και στην Ευρώπη, εντεταλμένο υφηγητή τώρα στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το βιβλίο, φέρει τον βαρύ τίτλο «Η Ουσία της Ορθοδοξίας» και συγγραφέας του είναι ο κ. Ανδρέας Θεοδώρου. Βιβλίο γενικό, με θέμα την Ορθοδοξία, δεν είχαμε στην ελληνική γλώσσα, κι όταν μας ζητούσαν κάτι ανάλογο έπρεπε να συστήσουμε ένα απ’ τα ξενόγλωσσα, ιδίως των Ρώσων θεολόγων της διασποράς: Zander, Zankow, Boulgakov, Evdokimov, Meyendorff κ.α. Ο κ. Θεοδώρου εκοπίασε πολύ και προσπάθησε να προσφέρει στη σύγχρονη ελληνική Εκκλησία ένα μεγάλο έργο με το βιβλίο του αυτό: να δώσει δηλαδή στον κάθε αναγνώστη, που διψάει για να γνωρίσει την Ορθοδοξία, μια γνήσια εικόνα της Εκκλησίας μας. Η «Ουσία της Ορθοδοξίας» είναι μια ορθόδοξη εγκυκλοπαίδεια, για όλα τα θέματα της Εκκλησίας μας και της Θεολογίας μας. Μπορεί ο αναγνώστης να βρει εκεί, σε περιλήψεις, φυσικά, την ιστορία της Εκκλησίας μας, τη δογματική διδασκαλία της, τρία ωραιότατα κεφάλαια για την ορθόδοξη λατρεία, στοιχεία από το Πολίτευμα της Εκκλησίας μας, και βαθύτατα και πρωτότυπα κεφάλαια, πάνω στο θέμα: «μυστικισμός της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», ένα θέμα, που πολύ έχει αγαπήσει ο κ. Θεοδώρου, και πάνω στο οποίο πολλά έχει γράψει. Το βιβλίο είναι γραμμένο, λέγει στον πρόλογο ο συγγραφέας, για «τον μέσον χριστιανόν». Είναι όμως, και για την γλώσσα του και για τη βιβλιογραφία του, αλλά και για τις παραπομπές που τεκμηριώνουν τις γνώμες του συγγραφέα, πολύ χρήσιμο και για τους πιο απαιτητικούς αναγνώστες, με θεολογική μόρφωση. Οι άριστοι, άλλωστε, πίνακες που ακολουθούν διευκολύνουν πολύ και τον ειδικό μελετητή του βιβλίου. Δεν ξέρω πως και αν η Εκκλησία ευχαρίστησε τον κ. Θεοδώρου, για το πνευματικό έργο που της πρόσφερε. Ξέρω, όμως, πως πολύς κόσμος θα ωφεληθεί απ’ τον ποιητικό, ορθόδοξα πνευματικό λόγο του. Κι αυτό, νομίζω, πρέπει να λογαριάζεται πιο πολύ απ’ όλα για ένα θρησκευτικό βιβλίο.

***

Για να πάρει μιαν ιδέα ο αναγνώστης και για να δείξω του λόγου το αληθές, μεταφέρω μερικές μόνο γραμμές απ’ την «Ομολογία ορθοδόξου», που προτάσσει ο συγγραφέας στην αρχή του βιβλίου: «ν τ ρθοδόξ κκλησί ασθάνομαι ν μ περιβάλλ πανταχόθεν μυστικ τμόσφαιρα τς ερς ατς παραδόσεως, ν ατ δ βιοσα ψυχή μου ασθάνεται νάπαυσιν δίστην κα σφάλειαν πνευματικήν. Πιστεύω, τι ν ατ διακρατεται μόλυντος κα σινς π το Χριστο ες τος νθρώπους κομισθεσα ποκάλυψις το Θεο, πίστις διδάσκεται κα βιοται ρθς, σωτηρία τς ψυχς μου εναι τι ντικειμενικς σφαλς κα βέβαιον ἐὰν συντρέξουν σχετικς ο παραίτητοι πρς τοτο ποκειμενικο παράγοντες κα ροι. ν τ ρθοδόξ κκλησί ασθάνομαι τν αυτόν μου βαθύτατα συνεχόμενον κα ζντα ν τ μυστικ σώματι το Χριστο… Τ Πνεμα τ γιον εναι δι τν ψυχήν μου, κα ρτος μυστικός, κα τ δωρ τ πνευματικόν, κα σθς κα τ μάτιον κα ήρ, κα τς ψυχς κα το σώματός μου περφυς νοικος. ν τ ρθοδόξ κκλησί λατρεύω τν Θεν πως πρέπει. Ες τν λατρείαν ταύτην ζ διαρκς τν θείαν λήθειαν, καθίσταται βιώμά μου σταθερν ν Τριάδι Θεός, ζ διαρκς τ μυστήριον τς θείας περ τν νθρωπον οκονομίας κα τν ν Πνεύματι θεί ξαγιασμόν. Ες τν λατρείαν τς ρθοδόξου κκλησίας ασθάνομαι τν Θεν ν καταβαίν μέχρις μο, τν αυτόν μου δ ν νυψοται μέχρι το θρόνου το Θεο» (σελ. 8).

Θα τελειώσουμε με μια βαριά φράση, που πρέπει πολύ να την προσέξουμε σήμερα, κι όσοι μιλούμε, κι όσοι γράφουμε, κι όσοι ακούμε για την Ορθοδοξία. « πόνος τς καρδιάς μου», λέγει ο αείμνηστος Ηλίας Μηνιάτης, «δν φήνει ν μιλήσ περισσότερον γλσσα μου· σιωπ κα τελειώνω μ τοτο μόνον· χριστιανέ, καθς πίστις σου εναι ληθιν κα γία, ν δν εναι κα ζωή σου καλ κα γία, μν λπίζεις να σωθς. Πρέπει ν ζς καθς πιστεύεις κα τότε εχαρίστει τν Θεν δι τρία πράγματα: α) πς εσαι χριστιανς κα χι πιστος· β) πς εσαι χριστιανς ρθόδοξος κα χι αρετικός· κα γ) πς εσαι χριστιανς ρθόδοξος, τόσον κατ τν πίστιν, σον κα κατ τν ζων, κα χι κατ τν πίστιν μόνον. Τότε λπιζε ν σωθς κα ν πολαύσς τς βασιλείας τν Ορανν».

Π.Β. Πάσχος, Έρως Ορθοδοξίας, εκδ. Ε΄ Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2006.