ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΥΡΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΞ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ


ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΜΥΡΩΝΟΣ ΤΟΥ ΕΞ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Ο Άγιος Νεομάρτυρας Μύρων καταγόταν από το Μεγάλο Κάστρο της Κρήτης, το σημερινό Ηράκλειο και γεννήθηκε από ευγενείς, ευσεβείς και φιλόθεους γονείς. Το όνομα του πατέρα του ήταν Δημήτριος. Από την παιδική του ηλικία ήταν προικισμένος με πλούσιο εσωτερικό κόσμο και του άρεσε η ήσυχη και τακτοποιημένη ζωή και περισσότερο απ όλα να αγαπά τη σωφροσύνη και την ηθική. Παρόλο που ήταν νεαρός στην ηλικία είχε φρονιμάδα και συμπεριφορά γεροντική, χωρίς να του λείπουν και τα εξωτερικά χαρίσματα που τον έκαναν όμορφο και καλοπαρουσίαστο. Εκτός από αυτά τα φυσικά χαρίσματα ήταν και εργατικός, μαθαίνοντας την τέχνη του ράπτη (τερεζή) την οποία εργαζόταν σεμνά και ήσυχα στο εργαστήριο του.
Οι Αγαρηνοί όμως, με τους οποίους γειτόνευε στο εργαστήριο του, βλέποντας αυτά του τα χαρίσματα, ζητούσαν να έχουν ύποπτες συναναστροφές μαζί του, αλλά ο νεαρός Μύρων καθόταν ήσυχος και σοβαρός δείχνοντάς τους φανερά πως δεν ήθελε να έχει μαζί τους σχέσεις. Γι’ αυτό το λόγο μη μπορώντας να βλέπουν ένα τέτοιο όμορφο νέο με σταθερές αρχές ηθικής και σωφροσύνης άρχισαν να σκέπτονται πώς θα τον κάνουν να αρνηθεί την πίστη του στο Χριστό και να γίνει Τούρκος. Και να μια μέρα λοιπόν τι κατεργάζονται; Βρίσκουν ένα παιδί Τουρκόπουλο και το κατάφεραν να κατηγορήσει το Μύρωνα πως τον έβαλε να κάμουν μαζί πράξεις αισχρές και ανήθικες. Με αφορμή αυτή την πλαστή κατηγορία τον πιάνουν με μανία και τον πηγαίνουν στο δικαστή, φωνάζοντας και κατηγορώντας τον πως προσπάθησε να βιάση το τουρκόπουλο.
Ο δικαστής τον ρώτησε τότε αν αποδέχεται τις κατηγορίες αυτές. Και ο άγιος τότε απάντησε πως άδικα και ψεύτικα τον κατηγορούν γιατί αυτός τέτοιο πράγμα ούτε έκανε ούτε και γνωρίζει τίποτα που να έχει σχέση με όλα αυτά. Οι συκοφάντες του όμως επέμεναν ξεσηκώνοντας ταυτόχρονα τον κόσμο με φωνές και κραυγές εναντίον του. Κάποια στιγμή του πρότειναν οι πονηροί πως αν αρνηθεί την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος θα αποσύρουν τις κατηγορίες και θα γλίτωνε από τον βέβαιο θάνατο. Μα ο μάρτυρας του Χριστού τους αποκρίθηκε με θάρρος πως δεν αφήνει την πίστη του και το όνομα του Χριστού και πως είναι έτοιμος να δεχθεί κάθε τιμωρία που θα του έκαναν για την αγάπη του Χριστού και ότι Χριστιανός γεννήθηκε και Χριστιανός θα πεθάνει.
Μόλις τα άκουσε αυτά ο δικαστής έδωσε προσταγή να του δώσουν ένα γερό ξύλο και ύστερα να τον βάλουν στη φυλακή μέχρι τη δεύτερη ανάκριση. Σε όλα αυτά ο μάρτυρας στεκόταν με γενναιότητα χωρίς να φοβηθεί και χωρίς να φανεί στην έκφραση του προσώπου του καμία εσωτερική αλλαγή.
Φέρνουν λοιπόν για δεύτερη φορά τον Άγιο στο δικαστήριο και παρουσιάζονται και πάλι οι ίδιοι μάρτυρες και τον κατηγορούν. Ο δικαστής τάζει στον μάρτυρα πως θα τον γεμίσει με τιμές και δώρα αν τον ακούσει να γίνει Τούρκος, αν όμως τον παρακούσει θα του δώσει βασανιστικό και ατιμωτικό θάνατο. Άλλοι πάλι από τους Τούρκους που παρευρίσκονταν εκεί του έλεγαν «λυπήσου νέε μου την ομορφιά και τη νιότη σου κι έλα στη δική μας πίστη για να περάσεις ζωή ευτυχισμένη και δοξασμένη». Μα ο αθλητής του Χριστού στεκόταν αλύγιστος φωνάζοντας τους πως την πίστη του δεν την αλλάζει κι ότι θέλει να πεθάνει Χριστιανός. Έτσι λοιπόν βλέποντας ο δικαστής πως δεν αλλάζει γνώμη έβγαλε την τελική απόφαση εναντίον του για να θανατωθεί.
Πηγαίνοντας ο μάρτυρας στον τόπο της καταδίκης του, που βρισκόταν έξω από τα τείχη του Κάστρου, χαιρετούσε όσους Χριστιανούς συναντούσε στο δρόμο του λέγοντάς τους: «συγχωρέστε με αδελφοί και ο θεός ας σας συγχωρέσει».
Όταν δε έφθασαν στον καθορισμένο τόπο της εκτελέσεως ζήτησε άδεια ο μάρτυρας και πήγε στον πατέρα του που βρισκόταν εκεί κοντά κι αφού πήρε την ευχή του και τον παρηγόρησε λέγοντάς του να μη λυπάται για το θάνατό του, αφού άδικα και ψεύτικα κατηγορήθηκε, γύρισε πίσω στους δημίους του και τους είπε να εκτελέσουν την διαταγή που πήραν. Τότε αυτοί πέρασαν τη φούρκα στο λαιμό του και τον κρεμάσανε.
Έτσι πήρε ο μακαρισμένος Μύρων το στεφάνι του μαρτυρίου κατά το έτος 1793.Την μνήμη του τιμά η Εκκλησία στις 20 Μαρτίου.
Εκείνη τη νύκτα ενώ ήταν ακόμα κρεμασμένος ο μάρτυρας, οι Τούρκοι που κρατούσαν τη φρουρά έξω από την πόρτα του Κάστρου είδαν με τα μάτια τους ένα θεϊκό φώς που κατέβηκε από τον ουρανό γύρω από το μαρτυρικό λείψανο και το διεκήρυξαν σε πολλούς.
Οι Χριστιανοί στο άκουσμα αυτού του θαυμαστού γεγονότος, δόξασαν για άλλη μια φορά τον Άγιο Τριαδικό Θεό και παρακάλεσαν τον νεομάρτυρα Μύρωνα να αξιωθούν και εκείνοι να εισέλθουν στην Βασιλεία των Ουρανών. ΑΜΗΝ

(Από το «Νέο Μαρτυρολόγιο» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

πολυτίκιο
χος πλ. α'. Τν συνάναρχον Λόγον

ρακλείου τ νθος τ εωδέστατον, ς εσεβείας σ μύρον μνοις γεραίρομεν, νεομάρτυς το Χριστο Μύρων μακάριε. Σ γρ νεότητος κμν περεδες νδρικς κα θλησας στεροψ’χως. Κα νν παύστως δυσώπει, λεηθναι τς ψυχς μν.

Κοντάκιον
χος δ΄. πεφάνης σήμερον
Τν γώνα το μαρτυρίου, νδρικ φρονήματι, Μύρων γενναε θλητά, διο φθάρτοις στεφάνοις σέ, θλοθέτης Χριστς στεφάνωσε.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις νεομάρτυς το ησο, Μύρων θλοφόρε, ρακλείου Θεος βλαστός. Χαίροις τος μύροις τν θείων πρεσβειν σου παθν τν δυσωδίαν,διώκων πάντοτε.






v Τη μνήμη του Αγίου Μύρωνος εορτάζει κάθε χρόνο η Ενορία μας.
v Την ακολουθία την έγραψε ο Αγιορείτης μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.
v Την εικόνα του ιστόρησε ο μακαριστός αγιογράφος Δημήτριος Σαριδάκης.
v Την πρωτοβουλία και την δαπάνη όλων τούτων είχε ο αναγνώστης Στέφανος Πρατσινάκης.