Οι Πατέρες της
Εκκλησίας
Πατέρες και Διδασκάλους
της Εκκλησίας (ή, εν συντομία, απλώς Πατέρες της Εκκλησίας) ονομάζουμε τους
χριστιανούς ιερείς όλων των βαθμίδων (αλλά και μερικούς που δεν ήταν ιερείς)
που αναγνωρίστηκαν ως πνευματικοί διδάσκαλοι και αναδείχθηκαν ως συγγραφείς
διατυπώνοντας, οριοθετώντας και υπερασπιζόμενοι το χριστιανικό δόγμα.
Κατά το δυτικό σχολαστικισμό, δηλαδή τη
φιλοσοφική θεολογία που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρώπη μετά το Σχίσμα του 1054
και έφτασε στην ακμή της κατά το μεσαίωνα, η πατερική εποχή σταματά στον 6ο
αιώνα μ.Χ. για τη δυτική Εκκλησία (τελευταίος δυτικός Πατέρας ο άγιος Ισίδωρος
Σεβίλλης) και στον 8ο αιώνα για την ανατολική (τελευταίος ανατολικός
Πατέρας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Η νεώτερη ιστορική και φιλολογική
έρευνα, που αναπτύχθηκε στη δύση και υιοθέτησε τα κριτήρια του σχολαστικισμού,
υιοθέτησε και αυτή την ιδέα και διαχωρίζει την «πατερική γραμματεία» (τα έργα
των Πατέρων μέχρι τον 8ο αιώνα) από τη «βυζαντινή γραμματεία»,
δηλαδή τα έργα των Βυζαντινών συγγραφέων μετά τον 8ο αιώνα.
Η
Ορθόδοξη Εκκλησία όμως θεωρεί ότι η θεολογία της είναι πάντα πατερική και μόνο
στο βαθμό που συνεχίζει να είναι πατερική μπορεί να είναι επίσης έγκυρη και αληθής.
Έτσι, διακρίνει φορείς του πατερικού της πνεύματος σε όλους τους χριστιανικούς
αιώνες, από το 2ο (πρώτη μετά τους αποστόλους γενιά, άγιοι Κλήμης
Ρώμης, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος κ.ά.) μέχρι τους
υστεροβυζαντινούς χρόνους (π.χ. άγιοι Γρηγόριος Παλαμάς, 14ος αι.,
Μάρκος Ευγενικός, 15ος αι.) αλλά και μετά το Βυζάντιο (άγ. Νικόδημος
ο Αγιορείτης, 18ος-19ος αι., οι Ρώσοι άγιοι του 19ου
αι. Ιγνάτιος Μπραντσιανίνωφ και Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ
κ.ά.), ενώ και σήμερα διαφαίνονται έντονα αρκετοί αυθεντικοί φορείς του
πατερικού πνεύματος της εκκλησιαστικής θεολογίας, κάποιοι από τους οποίους
έχουν αναγνωριστεί επίσημα ως άγιοι [π.χ. οι άγιοι Νεκτάριος Πενταπόλεως, Λουκάς
ο Ιατρός, Ιωάννης της Σαγκάης (Μαξίμοβιτς), Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς)
κ.ά.], ενώ άλλοι, αν και δεν έχουν αναγνωριστεί «επίσημα», με εκκλησιαστική
«απόφαση» οποιουδήποτε είδους, αναγνωρίζονται στην πράξη ως τέτοιοι, όπως π.χ.
οι άγιοι διδάσκαλοι Ιουστίνος Πόποβιτς, Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Φιλόθεος Ζερβάκος
κ.ά.
Η
εμμονή της Εκκλησίας στην πατερικότητα της θεολογίας της οφείλεται στο ότι
θεωρεί τους Πατέρες αγίους, δηλαδή ανθρώπους με αυθεντική, χριστιανικώς
εννοούμενη, σχέση με την άκτιστη (θεϊκή) πραγματικότητα, και ως εκ τούτου
αξιόπιστους εκφραστές της δογματικής διδασκαλίας της, στην εγκυρότητα της
οποίας υπεισέρχεται και ο παράγοντας της «θεοπνευστίας». Το χριστιανικό δόγμα
εκφράζεται με το «φωτισμό του Αγίου Πνεύματος» (δηλ. του ίδιου του Θεού) και όχι
με διανοητικούς συλλογισμούς –αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη
φιλοσοφία και τη θεολογία.
Για
την Εκκλησία, βέβαια, η διαφορά αυτή έγκειται όχι στην επίκληση «αγιοπνευματικού
φωτισμού», δηλαδή «θρησκευτικής αυθεντίας», αλλά στην πραγματική ύπαρξη του
υπερβατικού αυτού στοιχείου, αλλιώς (αν έχουμε και στις δυο περιπτώσεις
οντολογικά και σωτηριολογικά συστήματα κατασκευασμένα με ανθρώπινες διανοητικές
διεργασίες, που απλώς επικαλούνται, για λόγους κύρους, κάποια επαφή με το θεϊκό
Επέκεινα) αντικειμενική διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας ουσιαστικά δεν
υπάρχει.
Πατέρες και φιλοσοφία
Σημειωτέον ότι το
πατερικό έργο δεν εξαντλείται στην οριοθέτηση του χριστιανικού δόγματος, αλλά
και αναπτύσσεται σε πλήθος ζητημάτων, που αφορούν στη διερεύνηση της ανθρώπινης
φύσης, ιδίως της ψυχής, και τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο,
τον κόσμο και το Θεό, δηλαδή στη θεραπεία των συνεπειών του προπατορικού
αμαρτήματος για κάθε άνθρωπο, για την ανθρωπότητα και για όλη την κτίση. Επίσης
το πατερικό έργο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τη φιλοσοφία και την επιστήμη
της εποχής του (κάθε φορά). Κατά τούτο έχει νόημα η εξέταση των πατερικών
συγγραμμάτων και από φιλοσοφικής απόψεως, καθώς αποτελούν ένα από τα πιο γόνιμα
κεφάλαια της παγκόσμιας διανόησης. Δυστυχώς η επιστήμη της ιστορίας της
φιλοσοφίας αγνοεί τη συμβολή τους, αν και σήμερα, μετά τις προσπάθειες Ελλήνων
ερευνητών (όπως ο Κ. Δ. Γεωργούλης, ο Βασίλειος Τατάκης, ο επίσκοπος Περγάμου
π. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο Χρήστος Γιανναράς, ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος κ.ά.), η
συμβολή τους αρχίζει να βγαίνει στο φως.
«Ένας
ορθόδοξος νους στέκεται στο σημείο όπου συναντιούνται όλοι οι δρόμοι. Κοιτά
προσεκτικά κάθε δρόμο και, από τη μοναδική του πλεονεκτική θέση, παρατηρεί τις
συνθήκες, τους κινδύνους, τις χρήσεις και τον τελικό προορισμό κάθε δρόμου.
Εξετάζει κάθε δρόμο από την πατερική σκοπιά, καθώς οι προσωπικές του
πεποιθήσεις έρχονται σε πραγματική, όχι υποθετική, επαφή με την περιβάλλουσα
κουλτούρα» (Ιβάν
Κιρεγιέφσκι, ορθόδοξος Ρώσος συγγραφέας, παράθεμα από το βιβλίο "Η
ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος" του π. Σεραφείμ Ρόουζ).
Οι
Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας έχουν στο οπλοστάσιό τους ολόκληρη την ελληνική
φιλοσοφία, άλλωστε είναι οι ίδιοι και φιλόσοφοι. Μόνο που
εκείνοι δεν ενδιαφέρεται να «ερμηνεύσουν τον κόσμο» ή να περιγράψουν τους
φυσικούς νόμους και τη λειτουργία τους –φευ για τη σύγχρονη υλιστική μας
επιστήμη– αλλά για τη θέωση, που τη θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη
γνώση του κόσμου, δηλαδή σχέση με τον κόσμο. (Φυσικά αυτό για τη
σύγχρονη επιστήμη φαίνεται χωρίς νόημα, γιατί είναι μια επιστήμη κατακτητική,
όχι αγαπητική. Πώς ν’ αγαπήσεις αυτό που πρέπει να κατακτήσεις; Όλος ο
πολιτισμός μας –ο δυτικός, που επιβλήθηκε πλέον παγκόσμια– είναι κατακτητικός.
Ακόμη και οι μεγάλοι θαλασσοπόροι «εξερευνητές» ακολουθήθηκαν από επιδρομείς
κονκισταδόρες, ενώ η εξερεύνηση του διαστήματος ονομάζεται κοινώς «κατάκτηση
του διαστήματος»).
Σημειωτέον
ότι η Εξαήμερος του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου π.χ. και το Περί
κατασκευής του ανθρώπου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που συνεχίζει την Εξαήμερον,
συνοψίζουν επίσης την επιστημονική γνώση της εποχής. Ιδίως ο άγ. Γρηγόριος
επιστρατεύει φυσιολογία, ιατρική, ψυχολογία, κάνει λόγο περί ονείρων κ.τ.λ. Και
ερμηνεύουν ορθολογικότατα, απορρίπτοντας την αστρολογία και τις λοιπές
ανορθόλογες μορφές θρησκευτικότητας.
Ας
έχουμε υπόψιν ότι, πριν την εγκληματική μεσαιωνική του διαστρέβλωση, ο
χριστιανισμός εκπροσωπούσε τη λογική και την πρόοδο και η ειδωλολατρία τον
ανορθολογισμό. Η Εκκλησία, όταν ιδρύθηκε, εναντιώθηκε ανοιχτά στη δεισιδαιμονία
του ρωμαϊκού κόσμου θεωρώντας την παράλογη –την αστρολογία, την αστρολατρία,
την αγγελολατρία, τη μαγεία, τη μαντεία, την υποταγή στο πεπρωμένο…
Οι Πατέρες είναι αλάθητοι;
Εδώ
πρέπει να πούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αν και άγιοι, δεν θεωρούνται
αλάθητοι. Όμως εφαρμόζεται σ’ αυτούς ο λόγος του Κυρίου «ευλογημένοι οι καθαροί
στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό» (Ματθ. 5, 8), γίνονται «διδακτοί Θεού»
(Ιω. 6, 45), γι’ αυτό η γνώμη τους είναι πιο έγκυρη από ενός οποιουδήποτε
«επιστήμονα» θεολόγου (τη δική μου π.χ.), που δεν είναι καθαρός στην καρδιά.
Τέτοιος έγκυρος ερμηνευτής –άγιος– μπορεί να είναι κι ένας ταπεινός και
αγράμματος άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα, ή και παιδί), αν η καρδιά του είναι
αρκετά καθαρή. Το «μέγα μυστήριο της ευσεβείας» (Α΄ Τιμ. 3, 16) κατανοείται με
την κάθαρση της καρδιάς, όχι με τη λογική (καρδιά δεν είναι ο χώρος των
συναισθημάτων, αλλά ο τόπος όπου εγκαθίσταται το Άγιο Πνεύμα, αν είναι καθαρή,
ή το κακό πνεύμα –μη γένοιτο– αν είναι γεμάτη πάθη, βλ. προς Γαλάτας 4, 6,
Λουκ. 22, 3).
Αν
και δεν είμαι τέλειος γνώστης της πατερικής γραμματείας και, πολύ περισσότερο,
δεν είμαι καθόλου άγιος (ώστε να μπορώ να μιλήσω έγκυρα για τους αγίους), τολμώ
να πω το εξής: Μερικοί Πατέρες, μέσα στο σύνολο των σπουδαίων συγγραμμάτων
τους, υποστήριξαν και κάποιες διδασκαλίες που, κατά την ορθόδοξη θεολογία,
είναι λάθος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άγιος Αυγουστίνος, όμως
υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, όπως οι Σύριοι άγιοι Πατέρες Αφραάτης και
Ισαάκ, που υποστήριξαν ότι η κόλαση θα είναι προσωρινή (επειδή την εξέλαβαν ως
τιμωρία από το Θεό και γνώριζαν ότι ο Θεός της αγάπης δε μπορεί να τιμωρεί
κάποιους αιώνια) κ.ά. Έτσι οι άγιοι Πατέρες καλό είναι να διαβάζονται στα
πλαίσια της συνολικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και να μην απολυτοποιούνται οι
απόψεις ενός ή δύο απ’ αυτούς. Κάτι το δεχόμαστε ως σωστό, όταν υποστηρίζεται
από το σύνολο των αγίων της Εκκλησίας, έστω κι αν ένας δυο Πατέρες συμβεί να
έχουν άλλη άποψη [ανάλυση του προβλήματος αυτού βλ. και στο βιβλίο του π.
Σεραφείμ Ρόουζ (ενός, ας τολμήσω να πω, Αμερικανού σύγχρονου Πατέρα της
Εκκλησίας) Η ψυχή μετά το θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της
Ορθόδοξης διδασκαλίας, εκδ. Μυριόβιβλος].
Μερικοί Πατέρες
Μπορούμε
να αναφέρουμε πρόχειρα και από μνήμης μερικούς από τους εκατοντάδες Πατέρες της
Εκκλησίας:
Αποστολικοί
Πατέρες 1ουαι. (Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος
Σμύρνης), Απολογητές (2ος αι.): άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και
μάρτυς, Αθηναγόρας ο Αθηναίος φιλόσοφος, Κοδράτος επίσκοπος Αθηνών, Θεόφιλος
Αντιοχείας κ.ά.
Επόμενοι Πατέρες: 2ος
αι. Ειρηναίος της Λυών, 3ος αι. Διονύσιος Ρώμης, Διονύσιος
Αλεξανδρείας, Κυπριανός Καρχηδόνας κ.ά., 4ος αι. Μ. Αθανάσιος, Μ.
Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Αμβρόσιος Μιλάνου, Μαρτίνος
της Τουρ, 4ος-5ος αι. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κ.π.ά., 5ος
αι. Ιερός Αυγουστίνος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, 6ος αι. «Διονύσιος
Αρεοπαγίτης», Λεόντιος ο Βυζάντιος, 7ος αι. Μάξιμος Ομολογητής,
Ισαάκ ο Σύρος (συριακά), 8ος αι. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Βονιφάτιος
της Γερμανίας, 9ος αι. Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μ. Φώτιος … 15ος
αι. Γρηγόριος Παλαμάς, 16ος αι. Μάρκος Ευγενικός κ.ά.
Ιδιαίτερες ομάδες Πατέρων
Μια
ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι εκείνοι που δεν άφησαν συγγράμματα,
αλλά συνέβαλαν στη διατύπωση της ορθόδοξης θεολογίας με τη συμμετοχή τους σε
τοπικές και, κυρίως, οικουμενικές συνόδους, όπως οι μεγάλοι άγιοι της Α΄
Οικουμενικής Συνόδου Σπυρίδων και Νικόλαος. Γενικά οι Πατέρες των Οικουμενικών
Συνόδων τιμώνται συλλήβδην ως άγιοι, αφού όχι με βάση πολιτικά συμφέροντα και αυτοκρατορικές οδηγίες,
αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (που δέχτηκαν στην καθαρή καρδιά τους)
διατύπωσαν τους όρους και τις διδασκαλίες των Συνόδων.
Υπάρχουν
επίσης οι Νηπτικοί Πατέρες (δηλαδή δάσκαλοι της νήψης, της ορθόδοξης «ασκητικής
επιστήμης» –αν και όλοι οι Πατέρες είναι και νηπτικοί): Μακάριος ο
Αιγύπτιος (4ος αι.), Κασσιανός ο Ρωμαίος, Βενέδικτος της Νουρσίας,
Διάδοχος της Φωτικής, Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ, 6ος αι.),
Συμεών Νέος Θεολόγος (10ος-11ος αι.), Γρηγόριος ο
Σιναΐτης, Νικήτας Στηθάτος (11ος αι.), Νικόλαος Καβάσιλας, Νικηφόρος
ο Μονάζων κ.λ.π. (βλ. τη μνημειώδη συλλογή Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών,
που συνέταξαν κατά την Τουρκοκρατία οι άγιοι Πατέρες Μακάριος Νοταράς και
Νικόδημος ο Αγιορείτης και μετέφρασε στα ρώσικα ο Ρώσος Πατέρας άγιος Παΐσιος
Βελιτσκόφσκυ).
Μια
άλλη ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι οι Υμνογράφοι Πατέρες: π.χ. οι
άγιοι Ρωμανός ο Μελωδός (Χαιρετισμοί της Παναγίας κ.ά., κυρίως κοντάκια),
Εφραίμ ο Σύρος (στα συριακά), Ανδρέας Κρήτης («Μέγας Κανών» κ.ά.), Ιω.
Δαμασκηνός (κανόνας της νύχτας του Πάσχα κ.ά.), Κοσμάς ο Μελωδός (κανόνας των
Χριστουγέννων κ.ά.), Ιωσήφ Υμνογράφος (αμέτρητοι κανόνες), Θεοφάνης και
Θεόδωρος οι Γραπτοί (λέγονται έτσι γιατί τους σημάδεψαν το μέτωπο με πυρωμένο
σίδερο κατά την Εικονομαχία), Θεόδωρος Στουδίτης, Κασσιανή η Υμνογράφος
(«Τροπάριο της Κασιανής» [δηλ. δοξαστικό Μ. Τρίτης], μέρος κανόνα Μ. Παρασκευής
κ.ά.) κ.π.ά. Σύγχρονος υμνογράφος Πατέρας ήταν ο Αγιορείτης όσιος γέροντας
Γεράσιμος από τη Μικρά Αγία Άννα (=Μικραγιαννανίτης).
Υπάρχουν
επίσης οι Πατέρες της Ερήμου, που είναι ερημίτες και μοναχοί. Κάποιους τους
έχουμε ήδη αναφέρει. Ας δούμε και μερικούς ακόμη. Ας σημειωθεί ότι οι
περισσότεροι ήταν απλοί μοναχοί, χωρίς κανένα εκκλησιαστικό «αξίωμα», ούτε
καν ιερείς. Επίσης πολλοί δεν άφησαν γραπτά κείμενα, αλλά η προφορική
διδασκαλία τους –καθώς και ο βίος τους, που ήταν ίσως πιο σημαντικός κι από τα
λόγια τους– καταγράφτηκε από άλλους Πατέρες σε συλλογικά έργα όπως το Λαυσαϊκόν
του αγίου Παλλαδίου Ελενουπόλεως, το Λειμωνάριον του αγίου Ιωάννου
Μόσχου, τα Αποφθέγματα Πατέρων κ.λ.π.
Αρχαίοι:
Αντώνιος ο μέγας («καθηγητής της ερήμου»), Παχώμιος ο μέγας, Σισώης ο μέγας,
Ποιμήν ο μέγας, Αρσένιος ο μέγας, Παμφούτιος, Νείλος, Δανιήλ της Σκήτης,
Πιτηρούμ, Ζωσιμάς, Ιωάννης ο Πέρσης, Αμμώνιος, Ιωάννης ο Κολοβός, Θεόδωρος της
Φέρμης, Αβραάμ ο Ίβηρας, Μωυσής ο Αιθίοπας «ο από ληστών» (πρώην ληστής),
Σαρματάς, Παμβώ, Βιαρέ, Ονούφριος ο Αιγύπτιος, Πίωρ, Απφύ, Μάρκος ο Αθηναίος,
Θεοδόσιος Κοινοβιάρχης κ.π.ά.
Νεότεροι:
Ρώσοι: Σέργιος του Ραντονέζ, Σεραφείμ του Σάρωφ («βρες την ειρήνη και
χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί σου»), Αγαπητός ο Ιαματικός, Αλέξανδρος
του Σβιρ, Κύριλλος της Λευκής Λίμνης, Νικόδημος της Λίμνης Κόζα, Ιωάννης ο
Πολύαθλος, Ιώβ του Ποτσάεφ, Νείλος Σόρσκυ, οι Γέροντες της Όπτινα (Ανατόλιος,
Ιωσήφ, Αμβρόσιος, Μωυσής, Βαρσανούφιος, Νεκτάριος κ.ά.), Σεραφείμ της Βίριτσα
κ.π.ά. (βλ. γι’ αυτούς έργα όπως το Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου, η
Θηβαΐδα του Βορρά κ.ά.), Άγιο Όρος: Σιλουανός και παπά Τύχων
(Ρώσοι), Παΐσιος, Άνθιμος Αγιαννίτης, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιωσήφ Ησυχαστής
ή Σπηλαιώτης, Εφραίμ Κατουνακιώτης κ.ά., Δράμα: Γεώργιος Καρσλίδης, Κρήτη:
Ευμένιος και Παρθένιος Κουδουμά (Ηράκλειο), Ιωακειμάκι Κουδουμά (από Ρούπες
Μυλοποτάμου), Γεννάδιος Ρεθύμνης, Ευμένιος Ρουστίκων κ.π.ά., Ρουμανία: Κλεόπας
Ελίε, Αρσένιος Μπόκας, Παΐσιος Ολάρου, Ιωάννης του Χοζεβά, Ενώχ ο Απλός (Άγιο
Όρος) κ.λ.π.
Μητέρες της Εκκλησίας
Εκτός
από τους Πατέρες, υπάρχουν και οι αγίες Μητέρες της Εκκλησίας, που εντάσσονται
κυρίως στην τελευταία ομάδα, των διδασκάλων που δεν έγραψαν οι ίδιοι, αλλά ο
βίος και τα λόγια τους καταγράφτηκαν και μας μεταφέρθηκαν από άλλους. Τέτοιες
μεγάλες διδασκάλισσες της ορθοδοξίας, ανάμεσα σε εκατοντάδες, ήταν: η αγία
μεγαλομάρτυς Αικατερίνα, που, ενώ ήταν ήδη κρατούμενη για την πίστη της, έφερε
στο χριστιανισμό 150 ειδωλολάτρες φιλοσόφους και 500 στρατιώτες με το διοικητή
τους (όλοι αυτοί εκτελέστηκαν και είναι άγιοι της Εκκλησίας μας), η αγία
Μακρίνα, γιαγιά του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, η εγγονή της,
αγία Μακρίνα επίσης, η «θεολόγος, διδασκάλισσα και φιλόσοφος» (κατά τον άγιο
Γρηγόριο Νύσσης), που έπεισε τη μητέρα της, την αγία Εμμέλεια, να δώσει ίσα
δικαιώματα στις υπηρέτριες και τις δούλες της και τελικά να τις απελευθερώσει,
η αγία Μαρία η Αιγυπτία (πλούσια κοπέλα, που
ζούσε ως πόρνη για την ηδονή, όχι για τα χρήματα. Πηγαίνοντας να προσκυνήσει
στα Ιεροσόλυμα, έκανε έρωτα με όλους τους άντρες που ταξίδευαν στο ίδιο πλοίο.
Όταν όμως έφτασε εκεί, μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να πλησιάσει τον Τίμιο
Σταυρό –τότε έφυγε για τα βάθη της ερήμου, όπου και έζησε μέχρι που την
ανακάλυψε από θεϊκό όραμα ο άγιος Ζωσιμάς, ο οποίος την κοινώνησε, και
αργότερα, με τη βοήθεια ενός λιονταριού, την έθαψε), η αγία Μελάνη, που, μαζί
με τον άντρα της, σκόρπισε την περιουσία της απελευθερώνοντας αιχμαλώτους και
κατέληξε πνευματική μητέρα της γυναικείας μοναστικής αδελφότητας, που είχε
ιδρύσει στα Ιεροσόλυμα η πρώτη αγία Μελάνη, η γιαγιά της, η αγία Ειρήνη του
Χρυσοβαλάντου, που υψωνόταν στον αέρα όταν προσευχόταν και λύγιζαν τα
κυπαρίσσια, η αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, που έζησε στη Χίο το 15ο αιώνα
και τέλεσε αμέτρητα θαύματα και εν ζωή και μετά την κοίμησή της, οι επίσης
μεγάλες ασκήτριες αγίες Συγκλητική, Αναστασία η πρώην πατρικία (έζησε σε μια
σπηλιά που τη γνώριζε μόνον ο άγιος Δανιήλ της Σκήτης, τον 6ο αιώνα),
Θεοκτίστη της Λέσβου, Σάρρα και Θεοδώρα, Γενεβιέβη του Παρισιού, Ούρσουλα της
Γερμανίας, η αγία Γουλινδούχ η Περσίδα (Μαρία μετά τη βάφτισή της), οι μεγάλες
αγίες της φιλανθρωπίας Φιλοθέη η Αθηναία (1589) και Ελισάβετ η Μεγάλη Δούκισσα
της Ρωσίας (1918), που δαπάνησαν όλη τους την περιουσία για την ίδρυση
νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και τελικά έδωσαν και το αίμα τους (η
πρώτη θανατώθηκε από τους Τούρκους και η δεύτερη από τους κομμουνιστές), οι
αγίες της Ρωσίας Δωροθέα και Άννα του Κασίν, Παρασκευή του Πινέγκα, Αθανασία
Λογκάτσεβα, οι διά Χριστόν σαλές αγίες Πελαγία Ιβάνοβνα, Ξένη της Πετρούπολης,
κ.π.ά. οι σύγχρονες αγίες Μητέρες Μεθοδία της Κιμώλου (1908), Πελαγία της
Καλύμνου, Σοφία η «ασκήτισσα της Παναγιάς» (1974, Καστοριά), Ταρσώ η διά
Χριστόν σαλή (Κερατέα Αττικής 1989), Γαβριηλία Παπαγιάννη (1993) κ.π.ά.
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο ἀντικρύζω. Βοσκῶν φωνὲς φτάνουν στ᾿ αὐτιά μου. Δὲν παίζουν σήμερα μὲ τὶς φλογέρες τοὺς κάποιον τυχαῖο σκοπό. Τὰ χείλη τοὺς ψάλλουν ὕμνο οὐράνιο. Οἱ ἄγγελοι ὑμνολογοῦν, οἱ ἀρχάγγελοι ἀνυμνοῦν, ψάλλουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν ὅλοι, βλέποντας τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς. Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ μιμήθηκε τὸν οὐρανό: Ἀντὶ γι᾿ ἀστέρια, δέχτηκε τοὺς ἀγγέλους· ἀντὶ γιὰ ἥλιο, δέχτηκε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις τὸ πῶς. Διότι ὅπου θέλει ὁ Θεός, ἀνατρέπονται οἱ φυσικοὶ νόμοι.
Ἐκεῖνος λοιπὸν τὸ θέλησε. Καὶ τὸ ἔκανε. Κατέβηκε στὴ γῆ κι ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συνεργάστηκαν μαζί Του
γι᾿ αὐτὸν τὸ σκοπό. Σήμερα γεννιέται
Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε. Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος! Γίνεται ἄνθρωπος καὶ πάλι Θεὸς μένει!
Ὅταν γεννήθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν δέχονταν τὴν παράδοξη γέννησή Του: Ἀπὸ τὴ μία οἱ Φαρισαῖοι παρερμήνευαν τὰ ἱερὰ βιβλία· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ γραμματεῖς δίδασκαν ἄλλα ἀντὶ ἄλλων. Ὁ Ἡρώδης πάλι, ζητοῦσε νὰ βρεῖ τὸ νεογέννητο Βρέφος ὄχι γιὰ νὰ τὸ τιμήσει, μὰ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει.
Ἒ λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ σήμερα τρίβουν τὰ μάτια τους, βλέποντας τὸ Βασιλιὰ τ᾿ οὐρανοῦ νὰ βρίσκεται στὴ γῆ μ᾿ ἀνθρώπινη σάρκα,
γεννημένος ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα.
Καὶ ἦρθαν οἱ βασιλιάδες νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλέα τῆς δόξας.Ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νὰ ὑπηρετήσουν τὸν Ἀρχιστράτηγο τῶν οὐράνιων Δυνάμεων.Ἦρθαν οἱ γυναῖκες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ μετέβαλε τὶς λύπες τῆς γυναίκας σὲ χαρά.
Ἦρθαν οἱ παρθένες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τοὺς μαστοὺς καὶ τὸ γάλα, καὶ τώρα θηλάζει ἀπὸ Μητέρα Παρθένο.
Ἦρθαν τὰ νήπια νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε νήπιο, γιὰ νὰ συνθέσει δοξολογικὸ ὕμνο «ἀπ᾿ τὰ στόματα τῶν νηπίων» (Ψαλμ. 8:3).
Ἦρθαν τὰ παιδιὰ νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη τὰ ἀνέδειξε σὲ πρωτομάρτυρες.
Ἦρθαν οἱ ποιμένες νὰ προσκυνήσουν τὸν καλὸ Ποιμένα, ποὺ θυσίασε τὴ ζωή Του γιὰ χάρη τῶν προβάτων.
Ἦρθαν οἱ ἱερεῖς νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε ἀρχιερέας ὅπως ὁ Μελχισεδὲκ (Ἑβρ. 5:10).
Ἦρθαν οἱ δοῦλοι νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ πῆρε μορφὴ δούλου, γιὰ νὰ μετατρέψει τὴ δουλεία μᾶς σ᾿ ἐλευθερία.
Ἦρθαν οἱ ψαράδες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς μετέβαλε σὲ «ψαράδες ἀνθρώπων» (Μάτθ. 4:19)
Ἦρθαν οἱ τελῶνες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τοὺς τελῶνες ἀνέδειξε εὐαγγελιστή.
Ἦρθαν οἱ πόρνες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ παρέδωσε τὰ πόδια του στὰ δάκρυα μίας πόρνης.
Κοντολογίς, ἦρθαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ δοῦν τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους Τοῦ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου: Οἱ μάγοι γιὰ νὰ Τὸν προσκυνήσουν· οἱ ποιμένες γιὰ νὰ Τὸν δοξολογήσουν· οἱ τελῶνες γιὰ νὰ Τὸν κηρύξουν· οἱ πόρνες γιὰ νὰ Τοῦ προσφέρουν μύρα· ἡ Σαμαρείτισσα γιὰ νὰ ξεδιψάσει· ἡ Χαναναία γιὰ νὰ εὐεργετηθεῖ.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλοι σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά, θέλω κι ἐγὼ νὰ σκιρτήσω, θέλω νὰ χορέψω, θέλω νὰ πανηγυρίσω. Δίχως
κιθάρα, δίχως αὐλό, δίχως λαμπάδες ἀναμμένες στὰ χέρια μου. Πανηγυρίζω
κρατώντας, ἀντὶ γι᾿ αὐτά, τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτὰ ἡ ζωή μου, αὐτὰ ἡ σωτηρία μου, αὐτὰ ὁ αὐλός μου, αὐτὰ ἡ κιθάρα μου. Γι᾿ αὐτὸ τὰ ᾿χω μαζί μου: Γιὰ νὰ πάρω ἀπὸ τὴ δύναμή τους δύναμη, γιὰ νὰ φωνάξω μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, «δόξα στὸν ὕψιστο Θεό», καὶ μὲ τοὺς ποιμένες, «καὶ εἰρήνη στὴ γῆ, εὐλογία στοὺς ἀνθρώπους» (Λουκ. 2:14).
Καὶ ξέρετε γιατί; Διότι ἐκεῖνος ποὺ προαιώνια γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀνεξήγητα, γεννιέται
σήμερα ἀπὸ παρθένα ὑπερφυσικά. Τὸ πῶς, τὸ γνωρίζει ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐμεῖς μόνο τοῦτο μποροῦμε νὰ ποῦμε: Πὼς ἀληθινὴ εἶναι καὶ ἡ οὐράνια γέννησή του, ἀδιάψευστη εἶναι καὶ ἡ ἐπίγεια. Ἀλήθεια εἶναι ὅτι γεννήθηκε Θεὸς ἀπὸ Θεό, ἀλήθεια εἶναι καὶ ὅτι γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπὸ παρθένα. Στὸν οὐρανὸ εἶναι ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο, γιὸς Τοῦ μονογενής. Καὶ στὴ γῆ εἶναι ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο, γιὸς τῆς μονογενής. Ὅπως στὴν περίπτωση τῆς οὐράνιας γεννήσεώς Του εἶναι ἀσέβεια νὰ σκεφτοῦμε μητέρα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπίγειας γεννήσεώς Του εἶναι βλασφημία νὰ ὑποθέσουμε πατέρα. Ὁ Θεὸς Τὸν γέννησε μὲ τρόπο θεϊκό. Ἡ Παρθένος Τὸν γέννησε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἔτσι, οὔτε ἡ οὐράνια γέννησή Του μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐνανθρώπησή Του μπορεῖ νὰ ἐρευνηθεῖ. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ἡ Παρθένος σήμερα τὸ γνωρίζω. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ὁ Θεὸς προαιώνια τὸ πιστεύω. Κι ἔχω μάθει νὰ τιμῶ σιωπηλὰ τὴ γέννησή Του, χωρὶς φιλοπερίεργες ἔρευνες κι ἀνώφελες συζητήσεις.
Γιατί, σ᾿ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ Θεό, δὲν πρέπει νὰ στέκεται κανεὶς στὴ φυσικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ πιστεύει στὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ κατευθύνει τὰ πάντα.
Τί φυσικότερο ἀπ᾿ τὸ νὰ γεννήσει μία παντρεμένη
γυναίκα; Ἀλλὰ καὶ τί πιὸ παράδοξο ἀπ᾿ τὸ νὰ γεννήσει παιδὶ μία παρθένα, δίχως ἄνδρα, καὶ νὰ παραμείνει παρθένα; Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ἐρευνοῦμε ὅ,τι γίνεται σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ὅ,τι ὅμως συμβαίνει μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἂς τὸ σεβόμαστε σιωπηλά. Ὄχι ἐπειδὴ εἶναι ἐπικίνδυνο, ἀλλὰ διότι εἶναι ἀνερμήνευτο. Φόβο νιώθω
μπροστὰ στὸ θεῖο μυστήριο.
Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω; Βλέπω ἐκείνη ποὺ γέννησε. Βλέπω κι Ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε. Ἀλλὰ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεως δὲν μπορῶ νὰ τὸν καταλάβω. Ὅπου θέλει, βλέπετε, ὁ Θεός, νικῶνται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ἔτσι ἔγινε κι ἐδῶ: Παραμερίστηκε ἡ φυσικὴ τάξη καὶ ἐνέργησε ἡ θεία θέληση.
Πόσο ἀνέκφραστη εἶναι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ! Ὁ προαιώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄφθαρτος καὶ ἀόρατος καὶ ἀσώματος, κατοίκησε μέσα
στὸ φθαρτὸ καὶ ὁρατὸ σῶμα μας. Γιὰ ποιὸ λόγο; Νά, ὅπως ξέρετε, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουμε
περισσότερο σ᾿ ὅ,τι βλέπουμε παρὰ σ᾿ ὅ,τι ἀκοῦμε. Στὰ ὁρατὰ πιστεύουμε. Στ᾿ ἀόρατα ὄχι. Ἔτσι δὲν πιστεύαμε στὸν ἀόρατο ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύαμε ὁρατὰ εἴδωλα μὲ μορφὴ ἀνθρώπων.
Δέχτηκε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ παρουσιαστεῖ μπροστά μας μὲ ὁρατὴ μορφὴ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ διαλύσει μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὴν ὕπαρξή Του. Κι ὕστερα, ἀφοῦ μᾶς διδάξει μὲ τὴν αἰσθητὴ καὶ ἀναμφισβήτητη παρουσία
Του, νὰ μᾶς ὁδηγήσει εὔκολα στὴν ἀληθινὴ πίστη, στ᾿ ἀόρατα καὶ ὑπερφυσικά.
Ἀλλὰ τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω; Κατάπληξη μὲ γεμίζει τὸ θαῦμα! Παιδὶ βλέπω τὸν προαιώνιο Θεό! Σὲ φάτνη ἀναπαύεται, Αὐτὸς ποὺ ἔχει θρόνο τὸν οὐρανό! Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τὸν ἀπρόσιτο κι ἀσώματο! Μὲ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος, Αὐτὸς ποὺ σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, ἐπειδὴ τοῦτο εἶναι τὸ θέλημά του. Θέλει τὴν ἀτιμία νὰ μεταβάλει σὲ τιμή· μὲ δόξα νὰ ντύσει τὴν εὐτέλεια· καὶ τὴν προσβολὴ σ᾿ ἀρετὴ νὰ μεταπλάσει. Γι᾿ αὐτὸ πῆρε τὸ σῶμα μου. Μοῦ προσφέρει τὸ Πνεῦμα Του. Μοῦ χαρίζει τὸ θησαυρὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, παίρνοντας ἀλλὰ καὶ δίνοντάς μου: Παίρνει τὴ σάρκα μου γιὰ νὰ μὲ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ μὲ σώσει.
Ἀλλὰ τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω; «Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος» (Ἤσ. 7:14). Τὰ λόγια εἶναι τῆς συναγωγῆς, μὰ τὸ ἀπόκτημα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ συναγωγὴ ἔβαψε τὸ νῆμα· ἡ Ἐκκλησία φόρεσε τὴ βασιλικὴ στολή. Ἡ Ἰουδαία Τὸν γέννησε· ἡ οἰκουμένη Τὸν ὑποδέχτηκε. Ἡ συναγωγὴ Τὸν θήλασε καὶ Τὸν ἔθρεψε· ἡ Ἐκκλησία Τὸν παρέλαβε καὶ ὠφελήθηκε. Στὴ συναγωγὴ βλάστησε τὸ κλῆμα· ἐμεῖς ὅμως ἀπολαμβάνουμε τὰ σταφύλια τῆς ἀλήθειας. Ἡ συναγωγὴ τρύγησε τὰ σταφύλια· οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως πίνουν τὸ μυστικὸ πιοτό. Ἐκείνη ἔσπειρε στὴν Ἰουδαία τὸ σπόρο· οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως θέρισαν τὸ στάχυ μὲ τὸ δρεπάνι τῆς πίστεως. Αὐτοὶ ἔκοψαν μὲ σεβασμὸ τὸ ρόδο, καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἔμεινε τὸ ἀγκάθι τῆς ἀπιστίας. Τὸ πουλάκι πέταξε, κι αὐτοὶ οἱ ἀνόητοι κάθονται καὶ φυλᾶνε ἀκόμα τὴ φωλιά. Οἱ Ἰουδαῖοι πασχίζουν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ βιβλίο τοῦ γράμματος, καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τρυγοῦν τὸν καρπὸ τοῦ Πνεύματος.
«Νά,
ἡ παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος».
Πές μου, Ἰουδαῖε, πές μου λοιπόν, ποιὸν γέννησε; Δεῖξε, σὲ παρακαλῶ, θάρρος, ἔστω καὶ σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔδειξες μπροστὰ στὸν Ἡρώδη. Ἀλλὰ δὲν ἔχεις θάρρος. Καὶ ξέρω γιατί. Διότι εἶσαι ἐπίβουλος. Στὸν Ἡρώδη μίλησες γιὰ νὰ Τὸν ἐξολοθρεύσει· καὶ σ᾿ ἐμένα δὲν μιλᾶς γιὰ νὰ μὴν Τὸν προσκυνήσω.
Ποιὸν λοιπὸν γέννησε; Ποιόν; Τὸν Δημιουργὸ τῆς κτίσεως. Κι ἂν ἐσὺ σωπαίνεις, ἡ φύση τὸ βροντοφωνάζει. Τὸν γέννησε λοιπὸν μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος θέλησε νὰ γεννηθεῖ. Στὴ φύση δὲν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα μίας τέτοιας
γεννήσεως. Ἐκεῖνος ὅμως, ὡς κύριος της φύσεως, ἐπινόησε τρόπο γεννήσεως
παράδοξο. Κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι, καὶ ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε, δὲν γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος, μὰ ὅπως μόνο σὲ Θεὸ ταιριάζει.
Ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ παρθένα γῆ, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ κατόπιν ἔκαμε γυναίκα, γεννήθηκε
σήμερα ἀπὸ παρθένα κόρη ποὺ νίκησε τὴ φύση, ξεπερνώντας τὸ νόμο τοῦ γάμου.
Ὁ Ἀδὰμ τότε, χωρὶς νὰ ἔχει γυναίκα, γυναίκα ἀπόκτησε. Ἡ Παρθένος τώρα, χωρὶς νὰ ἔχει ἄνδρα, ἄνδρα γέννησε.
Καὶ γιατί ἔγινε αὐτό; Νὰ γιατί: Οἱ γυναῖκες εἶχαν ἕνα παλαιὸ χρέος πρὸς τοὺς ἄνδρες, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ εἶχε βλαστήσει γυναίκα χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἄλλης γυναίκας. Γιὰ αὐτὸ ἡ Παρθένος σήμερα,
ξεπληρώνοντας στοὺς ἄνδρες τὸ χρέος τῆς Εὔας, γέννησε χωρὶς ἄνδρα, δείχνοντας ἔτσι τὴν ἰσοτιμία τῆς φύσεως.
Σῶος ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς πλευρᾶς του. Ἀδιάφθορη ἔμεινε κι ἡ Παρθένος μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Βρέφους.
Ἀλλὰ πρόσεξε καὶ κάτι ἀκόμα: Δὲν ἔπλασε ὁ Κύριος κάποιο ἄλλο σῶμα γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ. Πῆρε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι περιφρονεῖ τὴν ὕλη ἀπὸ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ Ἀδάμ. Ἦρθαν ἔτσι, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, σὲ μυστικὴ ἕνωση. Κι ὁ διάβολος, ποὺ εἶχε ὑποδουλώσει τὸν ἄνθρωπο, τράπηκε σὲ φυγή.
Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ἀλλὰ γεννιέται ὡς Θεός. Ἂν προερχόταν, ὅπως ἐγώ, ἀπὸ ἕναν κοινὸ γάμο, πολλοὶ θὰ θεωροῦσαν ἀπάτη τὴ γέννησή Του. Γι᾿ αὐτὸ γεννιέται ἀπὸ παρθένα· γι᾿ αὐτὸ διατηρεῖ τὴ μήτρα τῆς ἄθικτη· γι᾿ αὐτὸ διαφυλάσσει τὴν παρθενία τῆς ἀκέραιη: Γιὰ νὰ γίνει ὁ παράξενος τρόπος τῆς γεννήσεως αἰτία ἀκλόνητης πίστεως.
Σ᾿ αὐτὸν λοιπὸν ποὺ θ᾿ ἀμφισβητήσει τὴν ἄσπορη γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπικαλεστῶ ὡς μάρτυρα τὴν ἀμόλυντη σφραγίδα τῆς παρθενίας.
Πές
μου λοιπόν, Ἰουδαῖε, γέννησε ἡ Παρθένος ἢ ὄχι; Κι ἂν μὲν γέννησε, γιατί δὲν ὁμολογεῖς τὴν ὑπερφυσικὴ γέννηση; Ἂν πάλι δὲν γέννησε, γιατί ἐξαπάτησες τὸν Ἡρώδη; Ὅταν ἐκεῖνος ζητοῦσε νὰ μάθει ποὺ θὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός, ἐσὺ δὲν εἶπες «στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας» (Μάτθ. 2:4);
Μήπως ἐγὼ γνώριζα τὴν πόλη ἢ τὸν τόπο; Μήπως ἐγὼ γνώριζα τὴν ἀξία τοῦ Βρέφους ποῦ ἦρθε στὸν κόσμο; Ὁ Ἠσαΐας καὶ οἱ προφῆτες σας δὲν μίλησαν γι᾿ Αὐτό; Κι ἐσεῖς, οἱ ἀγνώμονες ἐχθροί, δὲν ἐξηγήσατε τὴν ἀλήθεια; Ἐσεῖς, οἱ γραμματεῖς κι οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου, δὲν μᾶς διδάξατε γιὰ τὸ Χριστό; Ἐσεῖς δὲν ἑρμηνεύσατε τὶς Γραφές; Μήπως ἐμεῖς γνωρίζαμε τὴ γλώσσα σας; Καὶ ὅταν γέννησε ἡ Παρθένος, ἐσεῖς δὲν παρουσιάσατε στὸν Ἡρώδη τὴ μαρτυρία τοῦ προφήτη Μιχαία, «Ἀλλ᾿ ἀπὸ σένα, Βηθλεέμ, πόλη τῆς περιοχῆς τοῦ Ἐφραθᾶ, ἂν καὶ εἶσαι μία ἀπὸ τὶς μικρότερες πόλεις τοῦ Ἰούδα, θὰ ἀναδειχθεῖ ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραὴλ» (Μιχ. 5:1);
Πολὺ καλὰ εἶπε ὁ προφήτης «ἀπὸ σένα». Ἀπὸ σᾶς προῆλθε καὶ παρουσιάστηκε σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Παρουσιάστηκε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καθοδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους. Παρουσιάστηκε ὡς Θεός, γιὰ νὰ σώσει τὴν οἰκουμένη.
Μὰ τί ὠφέλιμοι ἐχθροὶ ποὺ εἶστ᾿ ἐσεῖς! Τί φιλάνθρωποι
κατήγοροι!
Ἐσεῖς κατὰ λάθος δείξατε πὼς τὸ νεογέννητό της Βηθλεὲμ εἶναι Θεός. Ἐσεῖς Τὸν κηρύξατε χωρὶς νὰ τὸ θέλετε. Ἐσεῖς Τὸν φανερώσατε, πασχίζοντας
νὰ Τὸν κρύψετε. Ἐσεῖς Τὸν εὐεργετήσατε, ἐπιθυμώντας νὰ Τὸν βλάψετε.
Τί ἀστοιχείωτοι δάσκαλοι εἶστε, ἀλήθεια; Ἐσεῖς πεινᾶτε, καὶ τρέφετε ἄλλους. Ἐσεῖς διψᾶτε, καὶ ποτίζετε ἄλλους. Πάμφτωχοι εἶστε, καὶ πλουτίζετε ἄλλους.
Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ γιορτάσουμε! Ἐλᾶτε νὰ πανηγυρίσουμε! Εἶναι παράξενος ὁ τρόπος τῆς γιορτῆς -ὅσο παράξενος εἶναι κι ὁ λόγος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.
Σήμερα λύθηκαν τὰ μακροχρόνια δεσμά. Ὁ διάβολος
καταντροπιάστηκε. Οἱ δαίμονες δραπέτευσαν. Ὁ θάνατος καταργήθηκε. Ὁ παράδεισος ἀνοίχτηκε. Ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε. Ἡ ἁμαρτία διώχτηκε. Ἡ πλάνη ἀπομακρύνθηκε. Ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε. Τὸ κήρυγμα τῆς εὐσέβειας ξεχύθηκε καὶ διαδόθηκε παντοῦ. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μεταφυτεύθηκε στὴ γῆ. Οἱ ἄγγελοι συνομιλοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλα ἔγιναν ἕνα. Γιατί; Διότι κατέβηκε
ὁ Θεὸς στὴ γῆ κι ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ πάλι βρίσκεται στὸν οὐρανό. Ὁλόκληρος εἶναι στὸν οὐρανὸ κι ὁλόκληρος στὴ γῆ. Ἔγινε ἄνθρωπος κι εἶναι Θεός. Εἶναι Θεὸς καὶ πῆρε σάρκα. Κρατιέται σὲ παρθενικὴ ἀγκαλιὰ καὶ στὰ χέρια του κρατάει τὴν οἰκουμένη.
Τρέχουν
κοντά του οἱ μάγοι. Τρέχουμε κι ἐμεῖς. Τρέχει καὶ τ᾿ ἀστέρι γιὰ νὰ φανερώσει τὸν Κύριο τ᾿ οὐρανοῦ. Μά...
κι Ἐκεῖνος τρέχει. Τρέχει πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Καὶ φαίνεται βέβαια, πὼς πηγαίνει ἐκεῖ γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἡρώδη. Ὅμως τοῦτο γίνεται γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ προφητικὰ λόγια: «Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ πάρει τρίτος, μετὰ τοὺς Ἀσσυρίους καὶ τοὺς Αἰγυπτίους, τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ» (Ἡσ. 19:24).
Τί
λές, Ἰουδαῖε; Ἐσὺ ποῦ ἤσουν πρῶτος ἔγινες τρίτος; Οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἀσσύριοι μπῆκαν μπροστά, καὶ ὁ πρωτότοκος Ἰσραὴλ πῆγε πίσω; Ναί. Ἔτσι εἶναι. Οἱ Ἀσσύριοι θὰ γίνουν πρῶτοι, ἐπειδὴ αὐτοὶ πρῶτοι μὲ τοὺς μάγους τοὺς προσκύνησαν τὸν Κύριο. Πίσω τους οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ Τὸν δέχτηκαν, ὅταν κατέφυγε στὰ μέρη τους γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἡρώδη. Τρίτος καὶ τελευταῖος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, μετὰ τὴ βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη.
Τί ἄλλο μένει νὰ πῶ; Δημιουργὸ καὶ φάτνη βλέπω, βρέφος καὶ σπάργανα, λεχώνα
παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή, ἀνέχεια πολλή. Εἶδες ὅμως τί πλοῦτος μέσα στὴ μεγάλη φτώχεια; Ὁ πλούσιος ἔγινε φτωχὸς γιὰ χάρη μας. Δὲν ἔχει οὔτε κρεβάτι οὔτε στρῶμα. Μέσα σὲ ταπεινὸ παχνὶ τὸν ἔχουν ἀποθέσει. Ὢ φτώχεια, πλούτου πηγή! Ὦ πλοῦτε ἀμέτρητε, κρυμμένε μέσα στὴ φτώχεια! Μέσα στὴ φάτνη κείτεσαι καὶ τὴν οἰκουμένη σαλεύεις. Μέσα σὲ σπάργανα τυλίγεσαι καὶ σπᾶς τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Λέξη ἀκόμα δὲν ἄρθρωσες καὶ δίδαξες στοὺς μάγους τὴ θεογνωσία.
Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω; Νά Βρέφος
σπαργανωμένο! Νά ἡ Μαρία, Μητέρα καὶ Παρθένος μαζί! Νά ὁ Ἰωσήφ, πατέρας τάχα τοῦ Παιδιοῦ! Ἐκείνη ἡ γυναίκα, αὐτὸς ὁ ἄνδρας. Νόμιμες οἱ ὀνομασίες, ἀλλὰ χωρὶς περιεχόμενο. Ὁ Ἰωσὴφ μνηστεύθηκε μόνο τὴ Μαρία, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἐπισκίασε. Ἔτσι, γεμάτος ἀπορία, δὲν ἤξερε τί νὰ ὑποθέσει γιὰ τὸ Βρέφος: Νὰ πεῖ πὼς ἦταν καρπὸς μοιχείας, δὲν τολμοῦσε. Νὰ προσφέρει λόγο βλάσφημο ἐναντίον τῆς Παρθένου, δὲν μποροῦσε. Οὔτε πάλι δεχόταν τὸ Παιδὶ σὰν δικό του, διότι τοῦ ἦταν ἄγνωστο τὸ πῶς καὶ ἀπὸ ποιὸν γεννήθηκε. Ἀλλὰ νά, πού, πάνω στὴ σύγχυσή του, παίρνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου: «Ἰωσήφ, μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, διότι τὸ παιδὶ ποὺ περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» (Μάτθ. 1:20). Καὶ φανέρωσε ἔτσι σ᾿ ἐκεῖνον καὶ σ᾿ ἐμᾶς ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκίασε τὴν Παρθένο.
Γιατί ὅμως ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ παρθένα, ἀφήνοντας ἀβλαβῆ τὴν παρθενία της; Νὰ γιατί: Κάποτε ὁ διάβολος ἐξαπάτησε τὴν παρθένα Εὔα. Τώρα ὁ ἄγγελος ἔφερε τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα στὴν Παρθένο Μαριάμ. Κάποτε ἡ Εὔα ξεστόμισε λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ Μαρία γέννησε τὸ Λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία αἰώνιας ζωῆς. Ὁ λόγος τῆς Εὔας ἔδειξε τὸ δέντρο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ πάλι στὸν παράδεισο.
Σ᾿ αὐτὸν λοιπόν, τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου, ποὺ ἄνοιξε δρόμο μέσα σὲ τόπο ἀδιάβατο, ἂς ἀναπέμψουμε δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Λόγοι
αγίων Πατέρων για την αγάπη προς τους εχθρούς
Δεν μπορείς να αγαπήσεις
τον εχθρό σου από την πρώτη στιγμή. Όμως μείνε στο σκαλί. Τουλάχιστον να μην
τον μισείς. Κι αν σε βρει ο θάνατος, χωρίς το μίσος κατά του αδελφού σου, τότε
γνώριζε ότι πεθαίνεις ως φίλος του εχθρού σου και η χάρη του Θεού θα σε
συνοδεύει.
Όσιος Αρσένιος Μπόκα
Όταν ο Σωτήρας μας
διατάζει αγάπη προς τους εχθρούς, δεν το κάνει για να σε γονατίσει μπροστά στο
κακό, αλλά για να σε ελευθερώσει απ’ αυτό και να σε προφυλάξει.
Όσιος Αρσένιος Μπόκα
Ἐκ
τῆς ἀγάπης
πρὸς τὸν
ἀδελφὸν
ἔρχεται ἡ
χάρις, καὶ διὰ
τῆς ἀγάπης
πρὸς τὸν
ἀδελφὸν
φυλάττεται. Ἐὰν ὅμως
δὲν ἀγαπῶμεν τὸν
ἀδελφόν, τότε καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ
Θεοῦ δὲν
ἔρχεται εἰς τὴν
ψυχήν, ἕνεκα τῆς
κατακρίσεως ἢ τοῦ
μίσους πρὸς τὸν
ἀδελφόν.
Οσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Ἡμεῖς φρονοῦμε
ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔγκειται
εἰς τὸ
νὰ μὴ ἁμαρτάνῃς,
εἰς τὸ
νὰ ἀγαπᾷς τὸν
Κύριον καὶ τὸν
πλησίον μεθ᾿ ὅλης
τῆς καρδίας σου καὶ ὅλης
τῆς ἰσχύος
σου.
Οσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης
Ὁ ἐχθρὸς
τὸ φθονεῖ,
ὅταν μας βλέπῃ νὰ ἔχουμε μεταξύ μας ἐπικοινωνία
μὲ εἰλικρίνεια
καὶ ἀγάπη
ἐν Χριστῷ.
Καὶ προσπαθεῖ νὰ
σπείρῃ ἔχθρα
καὶ διχόνοια ἐπειδὴ
μισεῖ τὸ
καλό… Ἡ καλή μας πράξη νὰ φανερώνωμε τοὺς
λογισμούς μας ὁ ἕνας
στὸν ἄλλο,
θὰ διαλύση τὴν κακία του.
Στάρετς Βαρσανούφιος
Ἐμᾶς μπορεῖ
νὰ μᾶς
τραβήξει ὁτιδήποτε. Καὶ ἡ ὀμορφιὰ
τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ τὸ
νὰ ὑπηρετοῦμε ἕναν
ὑψηλὸ
σκοπό. Μ᾿ αὐτὰ ὅμως
ὅλα, ὑπάρχει
κίνδυνος νὰ χάσουμε τὸ πιὸ
βασικό. Ὁ Κύριος δὲν μᾶς
ἄφησε κάποιο σύστημα, ἐκτὸς
ἀπὸ
τὶς ἐντολές
Του. Καὶ ἡ
κυριότερη ἐντολή, εἶναι τῆς
ἀγάπης πρὸς ὅλους
καὶ ἰδιαιτέρως
πρὸς τοὺς
ἐχθρούς. Ὅσο πιὸ
κοντὰ θὰ
εἴμαστε στὸ τέλος, οἱ ἄνθρωποι θὰ
γίνονται πιὸ ψυχροὶ
καὶ σκληροί. Μὲ τὴν
ἄνθιση τῆς
ἀνομίας, ψύχεται ἡ ἀγάπη.
Τὸ βασικὸ
γιὰ τὸν
χριστιανὸ εἶναι
ἡ ἀγάπη.
Γι᾿ αὐτὸ ἐμεῖς πρέπει ν᾿ ἀπαντοῦμε
μὲ ἀγάπη
στὴν ψυχρότητα καὶ σκληρότητα τοῦ
κόσμου αὐτοῦ.
Ἅγιος ἐπίσκοπος Ἰγνάτιος Μπρεντσιανίνωφ
«Νίκα εν τω αγαθώ το
κακόν»
Εάν στ’ αλήθεια είσαι
ελεήμων, όταν άδικα σου αφαιρούν τα πράγματα σου, μη λυπηθείς καθόλου μέσα σου,
μήτε να διηγείσαι στους ανθρώπους τη ζημιά πού σου έκαμαν, αλλά μάλλον ή
ελεημοσύνη της καρδιάς σου ας καταπιεί τη ζημιά αυτών πού σε αδίκησαν, όπως το πολύ
νερό διαλύει τη δύναμη του κρασιού. Δείξε λοιπόν τον πλούτο της ελεημοσύνης σου
με τις ευεργεσίες σου προς αυτούς πού σε αδίκησαν. Όπως έκαμε ό μακάριος
Ελισαίος στους εχθρούς του, πού ήθελαν να τον αιχμαλωτίσουν. Γιατί όταν
προσευχήθηκε και τους τύφλωσε θολώνοντας τα μάτια τους, τους έδειξε τη θεϊκή
δύναμη πού είχε μέσα του όταν όμως τους έδωσε να φάνε και να πιούνε και, μετά,
τους άφησε να φύγουν, τους έδειξε την ελεημοσύνη της καρδιάς του.
Όσιος Ισαάκ ο Σύρος
Η αγάπη δεν έχει
εμπάθεια
Πάντοτε τούτον τον τρόπο
να έχεις στη ζωή σου: να είσαι γλυκομίλητος και να αποδίδεις τιμή σε όλους τους
ανθρώπους. Και να μην κάνεις κανέναν να θυμώσει και να οργιστεί και να μη
ζηλοφθονήσεις, ούτε για την πίστη πού έχει κάποιος, ούτε για τα κακά έργα
κάποιου άλλου. Φυλάξου λοιπόν να μην κατηγορήσεις και να μην ελέγξεις κανέναν
για κάποια αδυναμία του, γιατί έχουμε στους ουρανούς κριτή απροσωπόληπτο. Εάν
όμως θέλεις να τον βοηθήσεις να επιστρέψει στην αλήθεια, να λυπηθείς γι’ αυτόν
και με δάκρυα και με αγάπη πες του ένα ή δυο λόγια και μην ανάψεις από θυμό
εναντίον του, για να μη δει στην καρδιά σου σημείο έχθρας. Γιατί ή αγάπη του
Θεού δε γνωρίζει να θυμώνει, ούτε να παροργίζεται, ούτε να κατηγορεί κάποιον με
εμπάθεια.
Όσιος Ισαάκ ο Σύρος
Μη μισήσεις τον
αμαρτωλό
Μη μισήσεις τον αμαρτωλό
γιατί όλοι είμαστε υπεύθυνοι για τις αμαρτίες μας. Και αν από θείο ζήλο
κινείσαι εναντίον του, κλάψε μάλλον για λογαριασμό του. Και γιατί τον μισείς;
Τις αμαρτίες του να μισήσεις και να ευχηθείς γι’ αυτόν, για να γίνεις όμοιος με
το Χριστό, ό όποιος δεν αγανακτούσε κατά των αμαρτωλών αλλά προσευχόταν γι’
αυτούς. Δε βλέπεις πώς έκλαψε για την Ιερουσαλήμ; Άλλα και εμάς για πολλά
αμαρτήματα μας περιγελά και μας χλευάζει ό διάβολος. Γιατί λοιπόν να μισούμε
τον άνθρωπο πού ό διάβολος τον περιγελά όπως και εμάς; Και γιατί, άνθρωπε μου,
μισείς τον αμαρτωλό; Μήπως γιατί τάχα δεν είναι δίκαιος όπως εσύ; Και που είναι
η δικαιοσύνη σου, αφού δεν έχεις αγάπη; Γιατί δεν έκλαψες γι’ αυτόν, αλλά τον
καταδιώκεις; Μερικοί άνθρωποι εξαιτίας της ανοησίας τους οργίζονται εναντίον
των αμαρτωλών, γιατί πιστεύουν ότι έχουν διάκριση να κρίνουν τα έργα τους.
Όσιος Ισαάκ ο Σύρος
Αν θυμάσαι το κακό, και
λυπάσαι όταν αυτός πού σου το έκανε πάη καλά, ή χαίρεσαι όταν δεν πάη καλά,
αυτό είναι μνησικακία. Αν όμως, παρά το κακό που σου έκανε ο άλλος, χαίρεσαι με
την προκοπή του, αυτό δεν είναι μνησικακία.
Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
«Ένας είναι ο στόχος μας,
η αγάπη στο Χριστό, η λαχτάρα, η ένωση με το Χριστό. Είναι ο επί γης
Παράδεισος. Η αγάπη για το Χριστό είναι η αγάπη για τον πλησίον, για όλους και
για τους εχθρούς.
Μέσω της αγάπης προς τον
αδελφό μας θα κατορθώσουμε να αγαπήσουμε το Θεό. Η θεία χάρις έρχεται μέσω του
αδελφού. Όταν βρεις το Χριστό, έχεις τα πάντα, δε θέλεις τίποτε άλλο. Όπου
υπάρχει η αγάπη του Χριστού, εξαφανίζεται η μοναξιά, είσαι ειρηνικός,
χαρούμενος, γεμάτος, ούτε μελαγχολία, ούτε αρρώστια, ούτε άγχος, ζεις στα
άστρα, στο άπειρο, στον ουρανό με τους αγγέλους, με τους αγίους, στη γη με τους
ανθρώπους, με τα φυτά, με τα ζώα, με όλους, με όλα. Όταν έρθει ο Χριστός στην
καρδιά, η ζωή αλλάζει, τα πάθη εξαφανίζονται. Ο Χριστός είναι το παν».
Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης
«φιλάνθρωπος είναι
εκείνος, που στους εχθρούς του συμπεριφέρθηκε με ημερότητα, και τους ευεργετεί.
Η φιλανθρωπία αποτελείται από δύο μέρη το ένα είναι η ελεημοσύνη και το άλλο
είναι η αγάπη προς τον πλησίον. Δια τον άνθρωπον πλησίον είναι o κάθε άνθρωπος.
Διότι o άνθρωπος είναι και o καλός και o κακός. Και o εχθρός και o φίλος.
Εκείνος λοιπόν που ασκεί την φιλανθρωπία πρέπει να γίνεται μιμητής του Θεού, o
oποίος ευεργετεί και τους δικαίους και τους αδίκους διότι ένας Θεός υπάρχει εις
τον κόσμον αυτόν, και Αυτός χορηγεί εις όλους και τον ήλιον και τας βροχάς Του.
Αν θέλεις να ευεργετείς τους καλούς και να τιμωρείς τους κακούς, προσπαθείς να
γίνεις κριτής»
Άγιος Κλήμης ο Αλεξανδρεύς
ΟΜΙΛΙΑ
ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μεγάλου
Ἀθανασίου
Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.
Οὔτε πάλι ἔγινε
ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε
ὅμως ἔγινε
προοδευτικὰ Θεὸς
ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά
ὄντας ὁ
Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε
ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ
Θεία του φύση. Ἀφοῦ
εἶχε μιὰ
παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ
μιὰ ἄσπορη
κοιλιά, οὔτε ἄφησε
τοὺς ἄγγελους
του μόνους χωρὶς νὰ
τοὺς ἐπιβλέπει,
οὔτε ἔχασε
τὴ θεότητά του μὲ τὸ
νὰ γίνει ἄνθρωπος
καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως
ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ
προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο
βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο
τρόπο ἀπὸ
τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν
Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα
μὲ τὴ
Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ
τὴν ἀνθρώπινη
φύση.
Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων
ἀπὸ
τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ
Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν
Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως
ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς
τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε
παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό
θρόνο, τοποθετεῖται σὲ
φάτνη. Ὁ ἄυλος
καὶ ἀσώματος
ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ
δεσμὰ τῆς
ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό
ἐπιθυμεῖ.
Ποιὸν γέννησε ἡ
Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη
κι ἂν ἐσύ
σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ
παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ
αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν
φυσικό, ἀλλά σὰν
Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε
ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως
γεννιέται ὁ ἄνθρωπος.
Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ
συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−,
ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο
ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός
πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ
τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ
τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν
διασώζει καὶ τὴν
παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε
ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ
γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν
ἴσως μὲ
ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης
ἡ ἕνας
Ἰουδαῖος
ἂν ὁ
Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε
ἄνθρωπος ἤ μὲ
διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ
φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν
ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι
ὁ Θεὸς
ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ
τάξη.
Καὶ ἂν
θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ
κι αὐτός θὰ
σοῦ ἀπαντήσει
γιὰ τὸ
σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως
τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ
διήγησή του: «Κατὰ τὸν
ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης
τῆς Ἐλισάβετ,
ὁ Θεὸς
ἔστειλε τὸν ἄγγελο
Γαβριὴλ στὴν
πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ
μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη
μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν
Ἰωσήφ. Τὴν
παρθένο τὴν ἔλεγαν
Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν
ὁ ἄγγελος
καὶ τῆς
εἶπε: “Χαῖρε
ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ
χάρη τοῦ Θεοῦ,
ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη
ἀπ’ τὸν
Θεὸ εἶσαι
ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες
τὶς γυναῖκες”.
Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε,
ταράχτηκε μὲ τὰ
λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ
χαιρετισμὸς αὐτός.
Ὁ ἄγγελος
τῆς εἶπε:
“Μὴ φοβᾶσαι
Μαριάμ, ὁ Θεὸς
σοῦ ἔδωσε
τὴ χάρη του, καὶ νὰ
θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ
γεννήσεις γιὸ καὶ
θὰ τὸν
ὀνομάσεις Ἰησοῦ.
Αὐτός θὰ
γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ
Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν
θὰ δώσει ὁ
Κύριος ὁ Θεὸς
τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ
προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν
θὰ ἔχει
τέλος”. Ἡ Μαριὰμ
τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο-
“Πῶς θὰ
μο:[υ συμβεῖ αὐτό,
ἀφοῦ
δὲν ἔχω
συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”.
Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς
ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο
Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω
σου καὶ ἡ
δύναμη τοῦ Θεοῦ
θὰ σὲ
καλύψει». Καὶ τότε αὐτή
προβληματίζεται.
Μπῆκε μέσα της ὁ
Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα
μῆνες στὴ
μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως
θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε.
Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε
ἄσαρκος καὶ ἔγινε
ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ
τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ
Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε
γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν
καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν
Λόγο τοῦ Θεοῦ
καὶ τὸν
Κύριό μας Ἰησοῦ
Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος
καὶ ἦταν
πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ
φύση. Ἔγινε αὐτό
τὸ ὅποιο
δὲν ἦταν
καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν.
Γιατί «πρὶν ἀπ’
ὅλα ὑπῆρχε ὁ
Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν
μὲ τὸν
Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς
ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος
χωρὶς νὰ
χάσει αὐτό πού ἦταν.
«Καὶ ἔστησε
τὴ σκηνὴ
του —δηλαδὴ ἔζησε—
ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε
τὴ σκηνὴ
του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας
ἡ μᾶλλον
ὁ Βαροὺχ
ὁ συνεργὸς
του: «Αὐτός εἶναι
ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος
δὲν μπορεῖ
νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν.
Αὐτός βρῆκε
καὶ κατέχει ὅλη τὴν
ὁδό τῆς
σοφίας καὶ τὴν
ἔδωσε αὐτήν
στὸν Ἰακὼβ τὸν
δοῦλο του καὶ στὸν
Ἰσραὴλ
τὸν ἀγαπημένο
του. Ὕστερα ἀπ’
ὅλα αὐτά
φανερώθηκε στὴ γῆ
καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς
ἀνθρώπους».
Ἄκουσε
λοιπὸν καὶ
τὴ φωνὴ
τοῦ Εὐαγγελίου,
γιατί εἶναι πολὺ
δυνατὰ τὰ
λόγια τοῦ ἀγγέλου
πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία
Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ
θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ
θὰ τὸν
ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ
Θεὸς εἶναι
μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ
παιδὶ στὴ
μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ
τὴν ὀνομασία
«ὁ Θεὸς
εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ
τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς
ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε
τὴ σκηνὴ
του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ
σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς
λοιπὸν δὲν
λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία
παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ
βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ
ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό
τὸ ὄνομα,
ἀφοῦ
τὸ παιδὶ
πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς
δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ
παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό
πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν
τρόπο ἀπὸ
τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ
Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς
κατὰ φύση, ἄνθρωπος
ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή.
Ἔγινε ἄνθρωπος,
εἶναι ὅμως
καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει
ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως
πεῖ ἕνας
ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ
Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς
Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει
ἀπὸ
τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι
ὁ Θεὸς
ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή
του ἀπὸ
τὴν ἁγία
Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ
τῶν αἰώνων,
αὐτός καὶ
«τοὺς αἰῶνες
δημιούργησε», αὐτός εἶναι
ὁ δημιουργὸς ὅλης
τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ
Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ
πάντα δι’ αὐτοῦ
δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα
ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν
δὲν ἔγινε».
Αὐτός διὰ
τοῦ ὁποίου
δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες
ἔμεινε στὴν κοιλιὰ
χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ
τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ
μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ
τὸ πλῆθος
τῶν ἐπουρανίων
δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ
προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν
κοιλιὰ τῆς
Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό
καὶ τὴ
γῆ, αὐτός
πού κρατᾶ τὸν
οὐρανό καὶ
τὴ γῆ ὄχι μὲ
τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα
νεῦμα του. Αὐτός ἦταν
μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος,
ἐνεργοῦσε
ὅμως ὡς
Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς
Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ
παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε
καὶ κυβερνοῦσε τὰ
πάντα ὡς Θεὸς
σύμφωνα μὲ τὴν
ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος
«’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς
εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις
μόνον παιδὶ αὐτό
πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ
μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν
ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν
ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς
ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων
λέγοντας: «Αὐτά θὰ
πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ
γιὰ μᾶς
ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ
σὲ μᾶς
ὁ γιὸς
αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία
ὑπάρχει ἀπ’
ἀρχῆς
ἐπάνω στοὺς ὤμους
του καὶ θὰ
καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος
τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ
Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς
ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός
τῆς εἰρήνης,
πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν.
Ἕνα παιδὶ
πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε
Θεὸς ἐξουσιαστής,
ὅπως ὀνομάστηκε
αὐτό τὸ
παιδὶ «Ὁ
Θεὸς εἶναι
μαζί μας»;
Ἂν
ὅμως τὸ
παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ
τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς
ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός
τῆς εἰρήνης
καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος,
πῶς δὲν
εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά
εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ
γέννησε καὶ εἶναι
Θεὸς αὐτός
πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω
γι’ αὐτόν ὅτι,
ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ
μήτρα, ὅπως εὐδόκησε
κυοφορήθηκε καὶ ὅπως
θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ
θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ
θέμα τῆς εὐδοκίας
του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ
βούλησή του; Ἄκουσε τὰ
λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν
«Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ
στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς
εἶσαι ἐσύ
πού ἐρευνᾶς
καὶ ἐξιχνιάζεις
τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς
θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ
τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει
νὰ διηγηθεῖ τὴ
γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ
φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ
εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς
ὅταν διηγεῖται τὴν
ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ
φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ
κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος
Κυρίου καὶ θεϊκὴ
λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ
λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος
τοὺς εἶπε:
Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα,
πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ
μεγάλη ὅλον τὸν
κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ
γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι
ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε
τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε
Χριστὸ καὶ
Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ
τὴν Παρθένο.
Ἂν
λοιπὸν αὐτός
πού γεννήθηκε εἶναι ὁ
Κύριος, πῶς ἡ
Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται
Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι
ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ
τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου
πρὸς τοὺς
ποιμένες καὶ τὴν
Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται
Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ
Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν
ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν
δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν
Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε
σωστό. Ἐξῆλθε
μὲ φυσικὸ
τρόπο, ὅπως ὅλοι,
ἀπὸ
τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ
τὸ θεϊκὸ
σχέδιο, καὶ δὲν
ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς
Λόγος μετὰ τὴ
γέννησή του κατὰ τὸ
θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε
αὐτό πού δὲν ἦταν,
ἐνῶ
συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν.
Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία
του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ
θέλησε ὁ ἴδιος.
Πῆρε μορφὴ
δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ
κάποιον ἄλλο, δὲν
ἔχασε τὴ
θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος:
«Ὁ Ὁποῖος, ἂν
καὶ ἦταν
Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά
του μὲ τὸν
Θεὸ ἀποτέλεσμα
ἁρπαγῆς,
ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα
καὶ πῆρε
μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν
Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό
πού δὲν ἦταν,
καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε
αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν
αὐτός ὁ
Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά
δοξάζεται σὰν Υἱὸς
Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος,
ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως
τὸ θέλησε ὁ ἴδιος,
καὶ ἔτσι
ἡ ζωὴ
νίκησε τὸν θάνατο.
Νά λές λοιπόν, χριστιανέ
μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν
λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον
νὰ τὴν
λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν
εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ
Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε
ὁ Θεὸς
Λόγος ἀπ’ αὐτήν
σάρκα; Ἀλλὰ
σ’ αὐτό τὸ
χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει
ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ
τὸ παραδεχτῶ, ὅταν
μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ
Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος».
Ὁ ἄλλος
Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς
τοὺς μαθητὲς
του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι
πώς εἶναι ὁ
Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν
οἱ Ἀπόστολοι
λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι
ὁ Ἱερεμίας
ἤ ἕνας
ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε
ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς
λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε
ὁ Πέτρος καὶ εἶπε:
“Σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς
τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”».
Δὲν εἶπε:
«Σὺ εἶσαι
αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς
Θεοῦ μὲ
τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ»,
ἀλλά εἶπε:
«Σὺ εἶσαι
ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ
Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ
Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν
ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ
παρόμοια μὲ τὸν
μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι
ἡ ἀρχή
τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν
Ἰησοῦ
Χριστό, τὸν Υἱὸ
τοῦ Θεοῦ».
Στὸ κατὰ
Ματθαῖο Εὐαγγέλιο,
στὴν ἀνάσταση
τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἀναφέρεται:
«Ὁ Ρωμαῖος
ἑκατόνταρχος καὶ οἱ
στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν
εἶδαν τὸν
σεισμὸ καὶ
τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ
εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός
ἦταν Υἱὸς
Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε
στοὺς βοσκοὺς:
«Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα,
πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ
μεγάλη ὅλον τὸν
κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ
γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι
ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».
Ἂν
λοιπὸν τὸ
παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ
λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε
καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ
Κύριος ἀπὸ
τὸ Θεὸς
ἤ τὸ
Θεὸς ἀπὸ τὸ
Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ
Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε
φωτιὰ ὁ
Κύριος ἀπὸ
τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν
Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε
λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ
Θεός σου εἶναι ἕνας
καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ
πάλι ὁ ψαλμωδὸς
προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ
τῶν οὐρανίων
καὶ ἐπιγείων
δυνάμεων, ἄκουσε μὲ
εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ
πάλι: «Ὁ Θεὸς
καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ
τὸ φῶς
τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει:
«Κύριε καὶ Θεὲ
τῶν οὐράνιων
ἀγγελικῶν
δυνάμεων, ποιὸς εἶναι
δυνατὸν νὰ
συγκριθεῖ μὲ
σένα;». Ἐπίσης ὁ
Παῦλος στὴν
ἐπιστολή του πρὸς τὸν
Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ
Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ
νὰ σώσει ὅλους
τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς
καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε
τὴν ἀσέβεια
καὶ τὶς
ἁμαρτωλὲς
ἐπιθυμίες καὶ νὰ
ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ
μὲ εὐσέβεια
στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ
μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν
ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ
μεγάλου Θεοῦ καὶ
Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν
ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι
ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν
τὸν Χριστὸ
καὶ Κύριο ὁ
μακάριος Παῦλος τὸν
ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ
μεγάλου Θεοῦ καὶ
Σωτήρα μας Ἰησοῦ
Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος
γράφει στὴν πρὸς
Ρωμαίους ἐπιστολὴ
του: «Φθάνω στὸ σημεῖο
νὰ εὔχομαι
νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν
Χριστό, ἀρκεῖ
νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς
ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ
Θεὸς τοὺς
ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ
δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ
διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε
τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ
τὶς ὑποσχέσεις
του. Εἶναι ἀπόγονοι
τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς
κατάγεται ὡς ἄνθρωπος
ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει
τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος
γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους
ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία,
στὴν ἀνηθικότητα,
στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν
εἰδώλων— δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ
Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ
καὶ Θεοῦ».
Ὥστε
ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ
Κύριος εἶναι Θεὸς
καὶ ὁ
Θεὸς ὅτι
εἶναι ὁ
Κύριος. Ἂν ὅμως
κι αὐτά δὲν
τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ
πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ
χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ,
τί δουλειὰ ἔχεις
ἐσύ μέ μᾶς,
Υἱὲ τοῦ
Θεοῦ, ἦλθες
ἐδῶ
πρὶν τὴν
ὥρα μας γιὰ νὰ
μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ
πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις
τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ
φωνὴ τοῦ
Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ
Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς
τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός,
πού γεννήθηκε ἀπὸ
τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς
καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν
ὁρμή τῆς
βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ
Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ
«Ὁ Θεὸς
εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ
σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν
συλλαμβάνεται αὐτός στὴν
κοιλιὰ τῆς
Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία
μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι
εἶναι αὐτός
Θεός; Ἂν ὅμως
παραδέχεσαι ὅτι εἶναι
Θεὸς αὐτός
πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ
τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι
εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε
αὐτός ὁ
Θεὸς Λόγος μὲ τὴ
σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ,
γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ
τὴν ὀνομάσεις
Θεοτόκο; Ἂν δὲν
εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι
μετὰ τὴ
γέννα της. Ἐγώ ὅμως
ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος
μὲ τὴ
σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν
πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς
νὰ εἶναι
δυνατὸ νὰ
περιγραφεῖ. Εἶναι
ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ
Θεία φύση, ἀλλά δὲν
εἶναι δυνατὸ νὰ
περιγραφεῖ. Εἶναι
ἀμετάβλητη αὐτή ἡ
φύση καὶ ἀναλλοίωτη
ἡ οὐσία
της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ
Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ
τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας.
Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε,
ὅπως εὐδόκησε
συνελήφθη στὴν κοιλιὰ
τῆς Παρθένου καὶ ὅπως
θέλησε γεννήθηκε.
Ἐσύ,
ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ
νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς
Θεὸ ἤ
νὰ τὸν
σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ
τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ
Δημιουργὸ ἤ
νὰ τὸν
τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ
φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ
σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ
δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ
κοπάδι στὸν βυθὸ
τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι,
ἐπειδὴ
κατάλαβαν ὅτι ἦταν
ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις
ἐσύ μὲ
μᾶς Υἱέ
τοῦ Θεοῦ,
ἦλθες πρὶν
τὴν ὥρα
μας γιὰ νὰ
μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι
ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ
τὴν ἀπειλή
τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ
ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ
σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι
αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ
τὴ Μαρία εἶναι ὁ
Κύριος, ὁ Κριτὴς
τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν
εἶδαν πρὶν
ἀπὸ
τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ
σὺ, ἐνῶ ἔχεις
μπροστὰ αὐτήν
τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς
καὶ δὲν
σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά
καὶ δὲν
θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς
τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ
νὰ εἶναι
ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη
πίστη καὶ τὸ
θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ
τὸ κατέχετε σταθερά.
Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ
τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν
σωστὸ καὶ
σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ
μένα τὸ νὰ
μιλῶ «δὲν
εἶναι κόπος, ἐνῶ
γιὰ σᾶς
εἶναι ἀσφάλεια».
Αὐτός ὁ
Θεὸς μπῆκε
ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος
στὴν Παρθένο διὰ τῆς
ἀκοῆς
της, ὅπως εὐδόκησε
κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος,
εἰσῆλθε
ἀσώματος ὅπως τὸ
θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος
σ’ ἕνα σκεῦος
μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,
δηλαδὴ στὴ
μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ
Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε
ὁ ἴδιος.
Γεννήθηκε ὅπως τὸ
θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε
αὐτό πού δὲν ἦταν
προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη
οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν
προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ
Λόγος καὶ ὁ
Λόγος ἦταν μὲ
τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος
εἶπε: «Ὁ
Θεὸς ἀπέστειλε
τὸν Υἱό
του, πού γεννήθηκε ἀπὸ
μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν
Υἱὸ ἔστειλε
ὁ Θεὸς
πού γεννιέται ἀπὸ
γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν
πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη
οὐσία, αὐτόν
πού δὲν ἀποξενώθηκε
ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν
πού δὲν ἐγκατέλειψε
τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά
πού κυρίως αὐτός εἶναι
ὁμόθρονος μὲ τὸν
Πατέρα, ἀφοῦ
μοιράζεται τὸν ἴδιο
θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς
Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας
τῆς θεϊκῆς
του φύσης καὶ τῆς
πατρικῆς οὐσίας.
Γιατί πές μου, πῶς εἶναι
δυνατὸν νὰ
εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος
λέγει: «Ἔγω εἶμαι
ἀχώριστος ἀπὸ
τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ:
«Καὶ ὁ
Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ
τὰ ἔργα
του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ
τὴν ἁγία
Παρθένο, αὐτόν πρὶν
γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν
ὀνόμασε Ἐμμανουήλ,
δηλαδὴ, «Ὁ
Θεὸς εἶναι
μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε
ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ
παιδὶ αὐτό
πού θὰ προέλθει ἀπὸ
τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι
Θεὸς ἰσχυρός,
ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός
τῆς εἰρήνης,
πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».
Ποιὸ παιδὶ πού
γεννήθηκε μὲ φυσικὸ
τρόπο ἔγινε Θεὸς
ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ
παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε
πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ
Δεσπότη τὸ στενὸ
κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ
προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ
τὴν ἀνατολὴ νὰ
τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί,
πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ
τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ
Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε
τὰ δῶρα,
ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο
ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ
Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς
Θεὸ καὶ
σμύρνα ὡς ἄνθρωπο,
πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς
βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν
βασιλιὰ καὶ
στὸν γιὸ
τοῦ βασιλιᾶ
τὴ σύνεση καὶ τὴ
σοφία». Αὐτήν τὴν
προσφώνηση ἔκανε ὁ
Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’
αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν
χαιρετισμὸ τῆς
Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ
δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς
τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ
προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς
ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν
θὰ ἔχει
τέλος».
Σ’ Αὐτόν ἀνήκει
ἡ δόξα καὶ ἡ
δύναμη στοὺς αἰῶνες
τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.