ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ



ΒΙΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΜΑΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ
Ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος ανήκει στη χορεία των μεγαλομαρτύρων και είναι από τους λαοφιλέστερους Αγίους της Εκκλησίας μας.
Έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και αρχές του 4ου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού. Η εποχή του υπήρξε εποχή σκληρών διωγμών και εξοντωτικών κατά της Χριστιανικής Πίστεως. Ο Γεώργιος είχε μεγάλο αξίωμα. Ήτο κόμης και διακρινόταν σ' όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την γενναιότητά του και την ανδρεία του.
Παρ' όλη τη δόξα όμως και τις τιμές δεν αρνήθηκε να θυσιάσει τα πάντα και να ομολογήσει με παρρησία ενώπιον του αυτοκράτορα και πολλών αρχόντων τη χριστιανική του πίστη. Υπέμεινε βασανιστήρια πολλά και φρικτά που στο τέλος τον ανέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.
Πολλά είναι τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Όχι μόνο αυτά που αναφέρονται εδώ, αλλά και πολλά άλλα που πάντοτε και σήμερα εκτελεί σ' όσους προσφεύγουν με πίστη στις πρεσβείες του. Πολλοί ναοί τιμώνται επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου, δείγμα κι' αυτό της αγάπης του λαού προς τον Άγιο, και πολλοί φέρουν το όνομά του.
Βίος
Ο Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς, και έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία δέκα ετών. Η μητέρα του τον έφερε μαζί της στην Παλαιστίνη όπου ήταν η Πατρίδα της και είχε και τα κτήματά της. Ο Γεώργιος καίτοι νεαρός κατατάχθηκε στο στρατό, όπου μάλιστα προήχθη σε μεγάλα αξιώματα, ώστε να παίρνει μέρος και στις συνελεύσεις των ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους. Ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.
Από την εποχή του αυτοκράτορα Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέλαβε τον θρόνο ο Διοκλητιανός, το 284 μ.Χ., η Χριστιανική Εκκλησία επειδή είχε ειρήνη αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Χριστιανοί είχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, είχαν κτίσει πολλούς και μεγάλους ναούς, είχαν κτίσει σχολεία και είχαν οργανώσει και την διοίκηση και την διαχείριση των Εκκλησιών και της Φιλανθρωπίας.
Ο Διοκλητιανός όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του εργάσθηκε στην αρχή για την οργάνωση του αχανούς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ως βοηθούς του και τους ονόμασε αυτοκράτορες και Καίσαρες και αφού πέτυχε να υποτάξει τους εχθρούς του Κράτους του, και να σταθεροποιήσει τα σύνορά του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας για ν' ανορθώσει την ειδωλολατρία και θεοποιήσει την ιδέα του αυτοκράτορα. Για αυτό λοιπόν τον λόγο κάλεσε τους βοηθούς του Καίσαρα το 303 μ. Χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Μεταξύ τους βρισκόταν και ο Γεώργιος που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.
Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωση και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστεως. Πρώτος μίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σ' όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν τη Χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος στάθηκε στο μέσον του συνεδρίου και είπε: Γιατί, βασιλιά και άρχοντες, θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιο και άγιο και να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα; Και διεκήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.
Μόλις τελείωσε, συγχύσθηκαν όλοι με την ομολογία του αυτή, και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήσει για όσα είπε για να καταπραϋνθεί και ο Διοκλητιανός. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διεκήρυττε τη χριστιανική πίστη του.
Στη φυλακή. Βασανιστήρια
Οργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή και να του περισφίξουν τα πόδια του στο ξύλο και πάνω στο στήθος του να του βάλουν μεγάλη και βαριά πέτρα, αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα.
Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιο, για να τον ανακρίνει. Και πάλι ο Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του, και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις που του έδωσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διεκήρυττε την πίστη του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Τότε, αφού οργίστηκε ο Διοκλητιανός, διέταξε τους δημίους να δέσουν τον Άγιο σ' ένα μεγάλο τροχό για να κομματιαστή το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύθηκε την ανδρεία του Αγίου και τον κάλεσε να προσκυνήσει τα είδωλα.
Ο Άγιος Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεό που τον αξίωνε να δοκιμαστή και δέχθηκε με ευχαρίστηση να υποστεί το φοβερό αυτό μαρτύριο, με το οποίο θα κομματιαζόταν σε μικρά και λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω - γύρω από τον τροχό υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν με μαχαίρια. Πράγματι μόλις ο τροχός κινήθηκε, τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανό που έλεγε: «Μη φοβάσαι Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον άγιο, αφού τον έλυσε από τον τροχό και θεράπευσε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.
Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του και με αγγελική όψη παρουσιάστηκε στο Διοκλητιανό που με άλλους είχε πάει να κάνει θυσία. Μόλις τον είδαν, έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μάλιστα μερικοί ισχυρίζονταν ότι είναι κάποιος που του μοιάζει, και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Όπως σχολίαζαν το γεγονός εμφανίσθηκαν μπροστά στο βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολεών και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε.
Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκο με ασβέστη και νερό και να ρίξουν μέσα τον Γεώργιο και να τον αφήσουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες, έτσι που να διαλυθούν και αυτά τα κόκκαλα του.
Οι δήμιοι πράγματι έριξαν τον Άγιο στο ζεματιστό ασβέστη και έκλεισαν και το στόμιο του λάκκου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν' ανοίξουν τον λάκκο, οπότε βρήκαν τον Άγιο Γεώργιο όρθιο μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό που εφώναζε ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι Μεγάλος». Και ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιο, πού έμαθε τις μαντικές τέχνες και πώς τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι ήταν τα γεγονότα αποτελέσματα της Θείας Χάριτος και Δυνάμεως και όχι έργα μαγείας και γοητείας.
Ο Διοκλητιανός οργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάζουν να περπατά. Και ο άγιος προσευχόταν και περπατούσε χωρίς να πάθη τίποτα. Πάλι διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφθηκε να συγκαλέσει τους άρχοντες, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάνουν στον Γεώργιο. Και αφού τον έδειραν τόσο πολύ με μαστίγια και κατεπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, τον παρουσίασαν στο Διοκλητιανό, ο οποίος έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιο να λάμπει σαν Άγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ότι αυτό το φαινόμενο γίνεται με τις μαγείες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγο Αθανάσιο, για να λύση τα μάγια του Γεωργίου.
Μένει αβλαβής απ' το δηλητήριο
Ήλθε πράγματι ο μάγος Αθανάσιος και κρατούσε στα χέρια του δυο πήλινα αγγεία, στα οποία υπήρχε δηλητήριο. Μάλιστα στο πρώτο υπήρχε το δηλητήριο που αν το έπινε κανείς θα τρελαινόταν και στο δεύτερο, τέτοιο, ώστε πίνοντάς το να πεθάνει.
Πράγματι οδήγησαν τον άγιο στο Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιο. Ο βασιλιάς διέταξε να του δώσουν να πιεί το πρώτο δηλητήριο. Και ο άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριο του πρώτου δοχείου αφού προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμόν τε πίωσιν ου μη αυτούς βλάψη θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε τίποτα απολύτως.
Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, ο βασιλεύς διέταξε να του δώσει ο μάγος και το δεύτερο το θανάσιμο. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθη το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένει ότι για να μην πεθάνει ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια που έδωσε στον Άγιο Γεώργιο αφού γονάτισε μπροστά στον μάρτυρα ομολόγησε την Πίστη του στον Αληθινό Θεό. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και φόνευσαν τον Αθανάσιο αμέσως. Εκείνη τη στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, η οποία ομολόγησε την πίστη της στον Αληθινό Θεό. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να τη φυλακίσουν και την επομένη να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.
Μαρτυρικόν τέλος του Μεγαλομάρτυρος
Ο άγιος Γεώργιος κλείσθηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στο όνειρό του τον Χριστό, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα πάρει το στέφανο του μαρτυρίου και θα αξιωθεί της αιωνίου ζωής. Σαν ξημέρωσε διατάχθηκαν οι στρατιώτες να παρουσιάσουν μπροστά του τον άγιο. Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος βάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφθασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρισε ο Διοκλητιανός του πρότεινε να πάνε στο ναό του Απόλλωνος για να θυσιάσει στο είδωλό του. Αφού μπήκε ο Γεώργιος στο ναό σήκωσε το χέρι του και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλο να πέσει. Αμέσως το είδωλο έπεσε και κομματιάστηκε.
Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσο πολύ θύμωσαν που φώναζαν στον Βασιλιά να θανατώσει τον Γεώργιο. Ο Διοκλητιανός έδωσε τότε διαταγή, και ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλή.
Τα θαύματα του Αγίου μετά το μαρτύριο
1)   Το θαύμα της μεταφοράς της κολώνας
Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να τη στείλει στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρό της τον Άγιο ο οποίος μαζί της σήκωσε την κολώνα και την έριξαν στη θάλασσα. Η κολώνα βρέθηκε στη Ρώμη με μια επιγραφή, να τεθεί στο δεξί μέρος της εκκλησίας.
2)   Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου
Στην Παφλαγονία του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιο και μάλιστα είχαν κτιστή προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι τιμούσαν τον Άγιο τόσο ώστε κάθε οικογένεια να ονομάζει ένα από τα αρσενικά παιδιά της Γεώργιο. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένεια. Μεγάλωσε το παιδί της το οποίον ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στον στρατό. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους έσφαξαν, άλλους κράτησαν ως υπηρέτες και άλλους πούλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον τίμησε πολύ.
Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο πενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά πήγαιναν στην εκκλησία και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστη το θεό να τους φανερώσει τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός.
Και ο Γεώργιος από την εξορία του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξει από την σκλαβιά και να τον αξιώσει να συναντηθεί με τους αγαπημένους του γονείς. Πέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγίου Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζει κάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνο. Ο αξιωματικός αφέντης του Γεωργίου εζήτησε πριν από τον δείπνο να του πλύνει τα πόδια και γι' αυτό ο Γεώργιος ζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγιο Γεώργιο που γιόρταζε, να τον ελευθερώσει και να τον οδηγήσει κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριό του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγιος Γεώργιος έφιππος σ' ένα άσπρο άλογο και ανέβασε το νέο στο άλογο και αμέσως τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που βρισκόταν όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζι. Έμειναν όλοι έκθαμβοι και όταν συνήλθαν ρωτούσαν τον Γεώργιο να τους πη πως βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Και όλοι γεμάτοι χαρά, δόξαζαν τον Θεό και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο.
Υπάρχει και Βυζαντινή παράσταση του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιο στο άλογο και ένα νέο που κρατά την αργυρή στάμνα.
3)   Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας
Ένα παρόμοιο θαύμα με το προηγούμενο είναι και αυτό με τον υιό της χήρας. Στην Μυτιλήνη ήλθαν πειρατές από την Κρήτη για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατό περισσότερους μπορούσαν. Σκέφτηκαν να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου που όλοι θα βρίσκονταν στην εκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οι κουρσάροι έκαναν την επίθεση τους και μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και ένας ωραιότατος νέος, ο υιός μιας πλούσιας χήρας.
Οι κουρσάροι τον χάρισαν στον Αμμούν της Κρήτης ο οποίος τον έβαλε υπηρέτη της τραπέζης του. Η μάνα του από τη στιγμή που χάθηκε ο γιός της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό και τον Άγιο Γεώργιο να της φανερώσει το χαμένο της παιδί. Ο μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δεν άργησε να εκπληρώσει τον πόθο της πονεμένης εκείνης μάνας. Και ενώ ετοιμαζόταν ο νέος να προσφέρει στον Αμιρά κρασί, τον άρπαξε ο Άγιος Γεώργιος και τον μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν πίστευαν στα μάτια τους για το συμβάν και όταν συνήλθαν δόξαζαν τον Θεό και τον Άγιο για τον παράξενο τρόπο της απελευθερώσεως.
4)   Το θαύμα της ευεργεσίας του Αγίου προς το ευσεβές παιδί και η τιμωρία των ασεβών
Στην Παφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος Ναός προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήσει σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα γι' αυτό το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήσει να νικήσει και υποσχέθηκε ότι θα του πρόσφερε ένα σφουγγάτο, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.
Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλεύει με άλλα παιδιά τα οποία και νίκησε. Αμέσως επήγε στο σπίτι του μόνος του έφτιαξε το σφουγγάτο και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτο σκέφθηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Ο Άγιος τί τα θέλει αυτά; Μήπως πρόκειται να τα φάει;». Κάθισαν λοιπόν και έφαγαν το σφουγγάτο στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν ημπορούσαν να σηκωθούν, διότι είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαναν τότε φτηνά τάματα στον Άγιο για να ξεκολλήσουν αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, δηλαδή να δώσει ο καθένας από ένα φλουρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν' απελευθερωθούν. Μόλις λοιπόν βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιο: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου τα πωλείς ακριβά και γι' αυτό και εμείς τίποτα πια δεν θα αγοράσουμε από σένα».
5)   Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στον Σαρακηνό
Κάποιος Σαρακηνός ταξιδιώτης, (ανηψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απέτισε να βάλουν και τις δώδεκα καμήλες μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρεκάλεσαν να μη βεβηλώσει την εκκλησία τους. Αλλά αυτός επέμενε και ανέβηκε σ' ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπει και να τις παρακολουθεί. Όταν τις οδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως πέθαναν όλες. Και τότε το θαύμα διαδόθηκε και αποδόθηκε στον Άγιο Γεώργιο. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήσει. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα και κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδε, ότι ο ιερεύς αφού επήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριο, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά τεμάχια το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν τελείωσε το Κοινωνικό και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδει στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, θύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός εζήτησε να μάθη λεπτομέρειες και να πάρει εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θεία Ευχαριστία και ακόμη του είπε, ότι αξιώθηκε να δη ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες είδαν. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριο και βλέπω μόνον άρτο και οίνο. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνό το θαυμαστό Μυστήριο. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτιστεί, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστη ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάει στα Ιεροσόλυμα να βαπτιστεί, γιατί όταν θα το πληροφορείτο ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον σκότωνε, θ' άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών και θα κατέστρεφε και όλες τις εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός πήγε στην Ιερουσαλήμ όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και βαπτίστηκε από τον Πατριάρχη. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνει για να σωθεί. Τότε ο Πατριάρχης τον συμβούλεψε να γίνει Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι πήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός.
Ύστερα από τρία χρόνια επήρε άδεια από τον Ηγούμενό του και έφυγε για να συναντήσει τον ιερέα του Αγίου Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτιστεί. Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον ανεγνώρισε. Αφού του απεκάλυψε ποίος ήταν του εξέφρασε την επιθυμία και τον πόθο να δει τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Ο ιερέας τότε δόξασε τον Θεό και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν και ομολόγησε την πίστη σου τόσο σ' αυτόν όσο και σ' όλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως συγκινήθηκε και ξεκίνησε αμέσως να πάει στην πόλη, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν έφθασε λοιπόν εκεί περίμενε να νυχτώσει και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον Μοναχό ερώτησαν τι είχε να τους πη. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ρωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πεις που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιρά για να σας το πω».
Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχό με μεγάλη χαρά τον οδήγησαν στον Αμιρά λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανηψιός σου». Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρη που ευρίσκεται. Και εκείνος του απεκρίθη: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, την μία Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκανε στον κόσμο μεγάλα και θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Μόλις ήκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσεις το σπίτι σου, τα πλούτη σου, τη δόξα σου και να περπατάς έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτη σου τον Μωάμεθ για να γυρίσεις πάλι στην πρώτη σου κατάσταση». Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινο ένδυμα που φορώ τώρα είναι τα καύχημα και ο πλούτος μου και κυρίως ο αρραβώνας της δόξης που πρόκειται ν' απολαύσω για την αληθινή πίστη του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας πλάνεψε, καθώς και την θρησκεία του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς».
Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς ότι ο ανιψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώσει από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιρά είπαν: «Αφήνεις ελεύθερο αυτόν που έβρισε τον προφήτη και την θρησκεία μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκεία μας και ας γίνομαι Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή φοβήθηκε τον όχλο μήπως εξαγριωθεί περισσότερο, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ότι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα και αφού τον οδήγησαν έξω από την πόλη, τον λιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί τον αξίωνε να μαρτυρήσει για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού ο οποίος στεφανώθηκε με το στέφανο του Μαρτυρίου.
Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών φαινόταν ένα άστρο λαμπρό και φώτιζε τον τόπο εκείνο. Οι Σαρακηνοί μάλιστα θαύμαζαν για το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανο του Μάρτυρος από τις πέτρες για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν σήκωσαν τις πέτρες βρήκαν το λείψανο σώο και αβλαβές και ανέδιδε ευωδία. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριο.
6)   Το θαύμα του δράκοντος
Στην Ανατολική επαρχία της Αττάλειας και στην πόλη Αλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστη τους και έπειτα τους φόνευε.
Κοντά στην πόλη υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθεί και απέφευγαν να περνούν απ' εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συγκέντρωσε το στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν πέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι. Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώσει τον δράκοντα, πήγαν να τον ρωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρει τρόπους να εξοντώσει το φοβερό θηρίο. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλή που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσουμε το θηρίο και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνει το παιδί του για να το τρώει ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθει η σειρά της». Έτσι λοιπόν ο λαός υπάκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν μπορούσε να κάνη και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζονται από το θηρίο.
Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπό του, τραβούσε τα γένια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλλοίμονο σε μένα τον ταλαίπωρο! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατό μου παιδί; Τον χωρισμό μας ή τον ξαφνικό σου θάνατο που πρόκειται να δω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμο που σε λίγο θα νοιώσεις καθώς θα σε κατασπαράζει το άγριο θηρίο; Αλλοίμονο, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και περίμενα την ώρα που θα εόρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακριά σου; Τι τη θέλω τη ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλεία μου, αλλά να μου κάνετε μία χάρη. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που έδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοστή και στο παιδί του η διαταγή του.
Μη μπορώντας να κάνη διαφορετικά ο βασιλιάς τη συνώδευσε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την φίλησε κλαίγοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη. Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και περίμενε να έλθει το θηρίο για να την κατασπαράξει.
Εκείνο τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανική του πίστη, ήταν κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμο που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανό. Κατ' οικονομία Θεού πέρασε και από την λίμνη και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίσει το άλογό του και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίει ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμο την πλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθεί τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρεκάλεσε να ιππεύσει το άλογο του και να φύγει όσο πιο σύντομα μπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος». Ο Άγιος επέμενε να μάθη τι της συνέβη. Και αυτή του είπε: «Είναι μακρά η αφήγηση, κύριέ μου, και δεν μπορώ να σου διηγηθώ τα καθέκαστα αυτή την ώρα. Μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγεις τώρα αμέσως για να μην θανατωθείς μαζί μου άδικα». Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατο. αλλιώς θ' πεθάνω μαζί σου».
Τότε η κόρη στέναξε πικρώς και διηγηθεί στον άγιο τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ρώτησε την κόρη: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιό θεό πιστεύουν;» Και εκείνη απάντησε: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεά Άρτεμη». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνο πίστεψε στον Χριστό που πιστεύω εγώ και θα δεις την δύναμη του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απάντησε στον άγιο: Πιστεύω, κύριέ μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στο Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και την γη και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήσει την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις δεις το θηρίο να έρχεται, φώναξέ με».
Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες. Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τον οποίον ούτε έννοια ημπορεί να συλλάβει ούτε λόγος να ερμηνεύσει επίβλεψον και τώρα επ' εμέ τον ταπεινό και φανέρωσέ μου τα ελέη σου. Υπόταξε υπό τους πόδας μου το πονηρό αυτό θηρίο, για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και είσαι Συ ο μόνος θεός και εκτός από εσένα άλλος δεν υπάρχει». Τότε ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θάμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε την προσευχή ο Άγιος φάνηκε το άγριο θηρίο. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Αλλοίμονο μου, κύριέ μου. Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξη».
Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήσει το θηρίο. Ήταν το θηρίο φοβερό. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιο ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερό. Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρη μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψει ο λαός στο όνομά Σου το Άγιο». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαρά. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε μ' αυτήν τον δράκοντα από τον λαιμό». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνη της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιο που την γλύτωσε από τον βέβαιο θάνατο. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλη».
Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενο συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σέρνει τον δράκοντα δεμένο, τράπηκαν σε φυγή. Ο Άγιος Γεώργιος τους εφώναξε: «Μη φοβείσθε, σταθείτε και θα δείτε την δόξα του Θεού και την σωτηρία σας». Τότε σταμάτησαν όλοι απορημένοι και περίμεναν να δουν τι θα τους δείξει. Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινό Θεό και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού σήκωσε το χέρι του κτύπησε με το ακόντιο τον δράκοντα και το φοβερό τέρας σκοτώθηκε. Έπειτα αφού πήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού γονάτισαν, φιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθο Θεό, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.
Ο Άγιος Γεώργιος κάλεσε από κάποια πόλη της Αντιοχείας τον Επίσκοπο Αλέξανδρο και βάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντες και ολόκληρο τον λαό. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Αφού λοιπόν βαπτίσθηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανό έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ' ονόματι του τρισυπόστατου Θεού. Ο Άγιος πήγε να τη δη. Μόλις μπήκε στο Άγιο Βήμα και προσευχήθηκε βγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.
Ο Διάβολος του στήνει ενέδρα
Ο Άγιος αφού αποχαιρέτησε τον βασιλέα και τον λαό έφυγε για την πατρίδα του Καππαδοκία. Στο δρόμο του τον συνάντησε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε μορφή ανθρώπου. Κρατούσε και δύο ραβδιά πάνω στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε λοιπόν με ταπείνωση προς τον Άγιο: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως αντελήφθη ότι επρόκειτο περί διαβόλου και του είπε: «Ποιος είσαι και πως με ξέρεις; Εάν δεν ήσουνα πονηρός διάβολος δεν θα μπορούσες να με ξέρης, εφ' όσον ποτέ δεν μ' έχεις ξαναδεί». Ο διάβολος είπε: «Πώς τολμάς να βρίζεις τους Αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε είπε: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος ακολούθησέ με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρό να μην μετακινηθείς από τη θέση σου». Μόλις τελείωσε τον λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και εφώναξε δυνατά: «Αλλοίμονο μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακό έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».
Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρό και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό, να μου πεις τι επρόκειτο να μου κάνης». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερο τάγμα του σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανό και διαχώριζε την γη από τα ύδατα ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα εξ αιτίας της υπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονο μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα την χάριν που σου δόθηκε και ήλθα να σε παραπλανήσω να με προσκυνήσεις. Αλλά πλανήθηκα και απατήθηκα. Αλλοίμονο μου τι κακό ζήτησα να πάθω και δεν μπορώ να λυθώ! Σε παρακαλώ, Γεώργιε, θυμήσου την προηγούμενή μου ευτυχία και μη με αφήσεις να επιστρέψω στην άβυσσο γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανό είπε: «Σ' ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωσες στα χέρια μου τον πονηρό δαίμονα, ο οποίος πρόκειται να σταλεί σε σκοτεινό τόπο για να τιμωρείται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απέλυσε το πονηρό πνεύμα.
Έκτοτε ο Άγιος προεγνώρισε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει για την αγάπη του Χριστού. Έτσι επήγε στον Διοκλητιανό όπου με θάρρος διεκήρυξε την πίστη του και μαρτύρησε δίνοντας το αίμα του για την αγάπη του Χριστού.
Η μνήμη του εορτάζεται την 23ην Απριλίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος δ'
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.




ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ
Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, της ευσεβείας γεωργός τιμιώτατος, των αρετών τα δράματα συλλέξας σ' εαυτώ, σπείρας γαρ εν δάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις. αθλήσας δε δι' αίματος, τον Χριστόν εκομίσω και ταις πρεσβείαις Άγιε ταις σαις, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.